ADR και τεχνολογία: επιλύοντας διαφορές κατά τη διάρκεια της πανδημίας

Photo by Bench Accounting on Unsplash

Η ανάγκη να συνεχιστεί η οικονομική και επαγγελματική δραστηριότητα υπό το καθεστώς των έκτακτων μέτρων που λήφθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην άμεση εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που είτε βρίσκονταν ακόμη στο στάδιο του σχεδιασμού, είτε είχε αρχίσει η σταδιακή πλην όμως αργή υλοποίησή τους.  Αυτό αντικατοπτρίζεται και στη δημόσια συζήτηση που διεξάγεται  αναφορικά με την ανάγκη μεταρρύθμισης του κυπριακού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, τόσο με τομές ουσίας, όσο και με υλικοτεχνική αναβάθμιση των υποδομών με ιδιαίτερη έμφαση στην ηλεκτρονική δικαιοσύνη η οποία εν τω μέσω της κρίσης αυτής έχει καταστεί πιο αναγκαία από ποτέ.

Το τελευταίο διάστημα έχουν δημοσιευθεί δεκάδες άρθρα αναφορικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κυπριακή δικαιοσύνη αλλά και εισηγήσεις για την επόμενη μέρα στα Δικαστήρια, αφού οι εξελίξεις αναγκάζουν κυβέρνηση, θεσμούς, δικαστικό και δικηγορικό σώμα σε άμεση προσαρμογή στη νέα τάξη πραγμάτων και στην αναζήτηση πρακτικών και οικονομικών λύσεων σε δομικά και χρόνια προβλήματα του συστήματος. Μέσα από το δημόσιο διάλογο που διεξάγεται έχει γίνει αναφορά πλην όμως δεν δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στις δυνατότητες και τα οφέλη από την ευρεία υιοθέτηση των μεθόδων Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών (ΕΕΔ), γνωστές ως ADR (Alternative Dispute Resolution). Ειδικότερα, οι διαδικασίες της Διαιτησίας (arbitration) και της Διαμεσολάβησης (mediation) θα μπορούσαν να αποσυμφορήσουν τα κυπριακά Δικαστήρια γενικά αλλά και ειδικότερα κατά τη διάρκεια των έκτακτων μέτρων διά των οποίων η λειτουργία τους έχει ουσιαστικά ανασταλεί.

Τόσο η Διαιτησία, η οποία προσομοιάζει και μοιράζεται αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με τις δικαστικές διαδικασίες, όσο και η Διαμεσολάβηση, είναι διαδικασίες που προϋποθέτουν διαπροσωπική επαφή και ταυτόχρονη παρουσία των εμπλεκόμενων σε συγκεκριμένο χώρο. Αναλόγως της περίπτωσης, δύνανται να συμπληρώσουν ή να υποκαταστήσουν ή ακόμη και να καταστήσουν αχρείαστη τη δικαστική διαδικασία. Εγείρεται επομένως το εύλογο ερώτημα κατά πόσο θα μπορούσαν οι μέθοδοι ADR να λειτουργήσουν υπό τις ιδιάζουσες συνθήκες που έχουν διαμορφώσει τα έκτακτα μέτρα για αντιμετώπιση της πανδημίας και ενώ τα κυπριακά Δικαστήρια είναι στην ουσία ανενεργά. Αντλώντας πληροφόρηση και εμπειρία από χώρες όπου η Διαιτησία και η Διαμεσολάβηση δεν αποτελούν μία ακόμη καινοτομία αλλά αναπόσπαστο μέρος του θεσμού της δικαιοσύνης, καταλήγουμε αβίαστα στο συμπέρασμα πως η τεχνολογία παρέχει τη δυνατότητα για πλήρη αξιοποίησή των μεθόδων αυτών, ακόμη και εν τω μέσω κρίσεων όπως αυτή που αντιμετωπίζουμε σήμερα, ώστε τα εμπλεκόμενα μέρη σε μία διαφορά να καταλήγουν σε λύσεις γρήγορα, οικονομικά και έχοντας διασφαλίσει την πλήρη εμπιστευτικότητα ή το απόρρητο της διαδικασίας εάν το επιθυμούν.

Στην περίπτωση της Διαμεσολάβησης, ήδη από το 2018 τα Δικαστήρια της Σιγκαπούρης για παράδειγμα, έχουν υιοθετήσει την ηλεκτρονική διαμεσολάβηση (e-mediation) η οποία αξιοποιείται για επίλυση συγκεκριμένων τύπων διαφορών. Οι διάφορες εφαρμογές και προγράμματα τηλεδιάσκεψης επιτρέπουν την ομαλή διεξαγωγή της Διαμεσολάβησης και παρέχουν τη δυνατότητα στον Διαμεσολαβητή να διακόπτει την ταυτόχρονη κοινή επαφή και να συνδέεται μεμονωμένα με την κάθε πλευρά σε διαφορετικό chat-room, αντικαθιστώντας τα διαφορετικά δωμάτια ή προσαρμοσμένους χώρους που σε μία κανονική ή καλύτερα φυσική/διαπροσωπική Διαμεσολάβηση θα λειτουργούσαν ως caucuses. Μάλιστα, η ασύγχρονη ηλεκτρονική Διαμεσολάβηση αναδεικνύεται στην πλέον δημοφιλή μορφή e-mediation αφού επιτρέπει τόσο στον Διαμεσολαβητή όσο και στα ίδια τα μέρη να εμπλακούν στη διαδικασία σε διαφορετικούς χρόνους, αναλόγως του προγράμματος και των υποχρεώσεων τους. Αν και η εξ’ αποστάσεως διεξαγωγή της Διαμεσολάβησης ενδέχεται να διαβρώσει κάποια από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της διαδικασίας που την κατέστησαν εξ’ αρχής την επιθυμητή από τα μέρη οδό για επίλυση της διαφοράς τους, τα πολλαπλά οφέλη από την επίλυση του προβλήματος κατά τρόπο που να είναι αποδεχτός από τους εμπλεκόμενους δεν μπορεί να παραγνωριστεί.

Όσο αφορά τη Διαιτησία, τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά.  Σε τεχνικό επίπεδο χρειάζονται περισσότεροι πόροι και καλύτερες υποδομές σε σχέση με τη Διαμεσολάβηση για τη διεξαγωγή της διαδικασίας ηλεκτρονικώς ωστόσο, η εμπειρία των διαδικτυακών δικαστικών διαδικασιών στο εξωτερικό, αποδεικνύει πως και η Διαιτησία – που προσομοιάζει στη δικαστική διαδικασία – δύναται να διεξαχθεί με απόλυτη επιτυχία και διαδικτυακώς μέσω τηλεδιάσκεψης, νοουμένου ότι ο Διαιτητής και τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν διασφαλίσει προηγουμένως ότι δεν θα προκύψουν οποιαδήποτε τεχνικής υφής προβλήματα.

Με την περαιτέρω εξέλιξη της τεχνολογίας και την  αυτοματοποίηση, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι οι λιγότερο σύνθετες διαφορές θα καταλήξουν να επιλύονται από διαδικτυακές υπηρεσίες επίλυσης διαφορών οι οποίες θα ενσωματώσουν και τις καινοτομίες στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης (artificial intelligence). Καθίσταται επομένως αναγκαίο όπως τόσο το δικηγορικό σώμα όσο και οι θεσμοί που επιβλέπουν και ρυθμίζουν την ανασυγκρότηση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, όχι απλώς να ακολουθήσουν μία προσέγγιση βιτρίνας, εντάσσοντας κατά τρόπο επιφανειακό τις μεθόδους ΕΕΔ στο ευρύτερο σύστημα, αλλά παράλληλα να είναι ενήμεροι για τις εξελίξεις σε τεχνολογικό επίπεδο ούτως ώστε οι λύσεις και ο προγραμματισμός που θα παρουσιαστούν να συμβαδίζουν και να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κοινωνίας, του επιχειρηματικού κόσμου και ενός κράτους που θέλει να παρουσιάζεται ως πρότυπο κέντρου παροχής υπηρεσιών του 21ου αιώνα. Εάν οι παράμετροι αυτοί είχαν ληφθεί υπόψη και αγκαλιάζαμε τις μεθόδους ΕΕΔ πριν δύο ή έστω μία δεκαετία, οι επιλογές που θα είχαμε σήμερα ενώπιον μας για την αντιμετώπιση της κρίσης στον τομέα της δικαιοσύνης θα ήταν πολύ περισσότερες. Είναι απαραίτητο να ενεργήσουμε άμεσα, ώστε η επόμενη κρίση να μην μας ξαναπιάσει στον ύπνο.

Exit mobile version