Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας

I am text block. Click edit button to change this text. Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo. I am text block. Click edit button to change this text. Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo. I am text block. Click edit button to change this text. Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.

Toggle title

Toggle content goes here, click edit button to change this text.

Κανονισμοί

Μέρος 1: Πρωταρχικός σκοπός

1.1 Συνοπτικός τίτλος
(1) Οι παρόντες Διαδικαστικοί Κανονισμοί θα αναφέρονται ως οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας του 2023.

1.2 Πρωταρχικός σκοπός
(1) Οι παρόντες κανονισμοί αποτελούν διαδικαστικό κώδικα, πρωταρχικός σκοπός του οποίου είναι η
παροχή στο δικαστήριο δυνατότητας χειρισμού υποθέσεων κατά τρόπο δίκαιο και με αναλογικό κόστος.
(2) Ο χειρισμός υπόθεσης δίκαια και με αναλογικό κόστος περιλαμβάνει, στον βαθμό που είναι πρακτικά
εφικτό:
(α) τη διασφάλιση ότι οι διάδικοι τίθενται επί ίσοις όροις∙
(β) την εξοικονόμηση δαπανών∙
(γ) τον χειρισμό μιας υπόθεσης με τρόπους αναλογικούς προς:
(i) το υπό αναφορά χρηματικό ποσό∙
(ii) τη σοβαρότητα της υπόθεσης∙
(iii) την πολυπλοκότητα των θεμάτων∙ και
(iv) τις οικονομικές συνθήκες κάθε διαδίκου∙
(δ) τη διασφάλιση ταχέος και δίκαιου χειρισμού∙
(ε) την κατανομή σε αυτήν κατάλληλου μέρους των πόρων του δικαστηρίου, λαμβανομένης υπόψη
της ανάγκης για κατανομή πόρων και σε άλλες υποθέσεις∙ και
(στ) την επιβολή συμμόρφωσης με κανονισμούς και διατάγματα.

1.3 Εφαρμογή από το δικαστήριο του πρωταρχικού σκοπού
(1) Το δικαστήριο επιδιώκει την υλοποίηση τού πρωταρχικού σκοπού κατά:
(α) την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας παρέχεται σε αυτό από τους κανονισμούς∙ ή
(β) την ερμηνεία οποιουδήποτε κανονισμού,
εκτός αν οποιαδήποτε νομοθεσία ή κανονισμός προβλέπει διαφορετικά.

1.4 Καθήκον των διαδίκων
(1) Οι διάδικοι οφείλουν να επικουρούν την προαγωγή του πρωταρχικού σκοπού από το δικαστήριο.

1.5 Καθήκον του δικαστηρίου να διαχειρίζεται τις υποθέσεις
(1) Το δικαστήριο προάγει τον πρωταρχικό σκοπό με την ενεργό διαχείριση υποθέσεων.
(2) Η ενεργός διαχείριση υποθέσεων περιλαμβάνει:
(α) την ενθάρρυνση των διαδίκων να συνεργάζονται μεταξύ τους κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας∙
(β) τον προσδιορισμό των ζητημάτων σε πρώιμο στάδιο∙
(γ) τη λήψη απόφασης το συντομότερο ως προς το ποια ζητήματα χρήζουν ενδελεχούς ελέγχου και
εκδίκασης και ακολούθως τη συνοπτική διεκπεραίωση των υπολοίπων∙
(δ) τη λήψη απόφασης ως προς τη σειρά επίλυσης των ζητημάτων∙
(ε) την ενθάρρυνση των διαδίκων στη χρήση διαδικασίας Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών, αν το
δικαστήριο το κρίνει πρέπον, και τη διευκόλυνση της χρήσης τέτοιας διαδικασίας∙
(στ) την υποβοήθηση των διαδίκων προς διευθέτηση ολόκληρης ή μέρους της υπόθεσης∙
(ζ) τον καθορισμό χρονοδιαγραμμάτων ή διαφορετικά τον έλεγχο της προόδου της υπόθεσης∙
(η) τη στάθμιση κατά πόσον τα πιθανά οφέλη πραγματοποίησης συγκεκριμένου βήματος
δικαιολογούν το κόστος λήψης του∙
(θ) τον χειρισμό όσο το δυνατόν περισσότερων πτυχών της υπόθεσης κατά τον ίδιο χρόνο∙
(ι) τον χειρισμό της υπόθεσης χωρίς να χρειάζεται η παρουσία των διαδίκων στο δικαστήριο∙
(κ) την αξιοποίηση της τεχνολογίας∙ και
(λ) την έκδοση οδηγιών για διασφάλιση της ταχείας και αποτελεσματικής εκδίκασης της υπόθεσης.

Μέρος 2: Εφαρμογή και ερμηνεία των κανονισμών

2.1 Εφαρμογή των κανονισμών

(1) Οι παρόντες κανονισμοί εφαρμόζονται σε όλες τις διαδικασίες των Επαρχιακών Δικαστηρίων
κατά την άσκηση της πολιτικής δικαιοδοσίας τους.
(2) Εκτός από την περίπτωση που οποιαδήποτε νομοθεσία ή κανονισμός προβλέπει διαφορετικά, οι
παρόντες κανονισμοί δεν εφαρμόζονται σε διαδικασίες ενώπιον άλλων δικαστηρίων ή σε διαδικασίες
ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, όταν αυτό δεν ασκεί πολιτική δικαιοδοσία.

2.2 Γλωσσάριο
(1) Το γλωσσάριο στον κανονισμό 2.3 αποτελεί οδηγό ερμηνείας ορισμένων νομικών φράσεων, οι οποίες
χρησιμοποιούνται στους κανονισμούς, αλλά δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ότι προσδίδει στις εν λόγω
φράσεις οποιαδήποτε έννοια την οποία αυτές δεν έχουν γενικώς στο δίκαιο.

2.3 Ερμηνεία
(1) Στους παρόντες κανονισμούς, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά ή προκύπτει διαφορετικά από το
περιεχόμενο του κειμένου:
η «αιτία» περιλαμβάνει οποιαδήποτε απαίτηση ή άλλη διαδικασία μεταξύ ενάγοντα και εναγόμενου∙
«ανταπαίτηση» σημαίνει απαίτηση εγειρόμενη από εναγόμενο, η οποία περιλαμβάνεται στην ίδια
διαδικασία ως η απαίτηση τού ενάγοντα εναντίον τού εναγόμενου∙
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία∙
«δικαστήριο» σημαίνει το Επαρχιακό Δικαστήριο το οποίο έχει δικαιοδοσία και αρμοδιότητα δυνάμει της
εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους δικαστές του, είτε συνεδριάζουν
εντός δικαστικής αίθουσας είτε σε οποιοδήποτε άλλο χώρο∙
«δικαστής» σημαίνει δικαστή οποιουδήποτε δικαστηρίου στον βαθμό που αυτός έχει δικαιοδοσία ή
αρμοδιότητα δυνάμει της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας∙
«δικαστικές διακοπές» σημαίνει τη διακοπή μεταξύ των συνεδριών του Ανώτατου Δικαστηρίου, όπως
προνοείται στο Μέρος 59˙
το «δικαστικό διάταγμα» περιλαμβάνει διάταγμα του δικαστηρίου σε οποιαδήποτε μορφή,
περιλαμβανομένης οδηγίας˙
«δικαστικός επιδότης» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο, νόμιμα εξουσιοδοτημένο να εκτελεί τη
διαδικασία του δικαστηρίου˙
«δικαστικός λειτουργός» σημαίνει πρωτοκολλητή ή μέλος του προσωπικού του δικαστηρίου
(περιλαμβανομένου του προσωπικού του πρωτοκολλητείου) δεόντως εξουσιοδοτημένο να ασκεί
καθήκοντα πρωτοκολλητή∙
«δικηγόρος» σημαίνει πρόσωπο το οποίο δικαιούται να ασκεί δικηγορία στη Δημοκρατία δυνάμει του περί
Δικηγόρων Νόμου Κεφ.2∙
«δικόγραφο»:
(α) σημαίνει οποιοδήποτε έγγραφο περιλαμβανομένων εντύπου απαίτησης, έκθεσης απαίτησης, όταν
αυτή δεν περιλαμβάνεται σε έντυπο απαίτησης, υπεράσπισης, απαίτησης και ένστασης δυνάμει
του Μέρους 8, απάντησης στην υπεράσπιση και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο χρησιμοποιείται
στην απαίτηση ή οποιοδήποτε έγγραφο τέτοιας φύσης∙
(β) περιλαμβάνει οποιεσδήποτε περαιτέρω πληροφορίες που παρέχονται σε σχέση με αυτά, εκούσια
ή δυνάμει δικαστικού διατάγματος˙
86
«εναγόμενος» σημαίνει πρόσωπο εναντίον του οποίου εγείρεται απαίτηση∙
«ενάγων» σημαίνει πρόσωπο το οποίο εγείρει απαίτηση∙
«εναλλακτική επίλυση διαφορών» σημαίνει τη διαδικασία για διευθέτηση διαφορών, περιλαμβανομένης
της διαπραγμάτευσης, διαμεσολάβησης ή διαιτησίας, χωρίς προσφυγή σε δικαστήριο∙
«ημέρες» σημαίνει καθαρές ημέρες, εκτός αν καθορίζεται διαφορετικά∙
o όρος «θέμα» περιλαμβάνει κάθε διαδικασία σε δικαστήριο που δεν συνιστά αιτία∙
«ιδιώτης επιδότης» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο, νομίμως εξουσιοδοτημένο δυνάμει του κανονισμού
6.3(2)˙
«καταχώριση» σε σχέση με έγγραφο, σημαίνει την παράδοσή του στο αρμόδιο πρωτοκολλητείο και την
αποδοχή του από το πρωτοκολλητείο με τη σφράγισή του ότι «καταχωρίστηκε» και την ηλεκτρονική
καταχώριση ως ο σχετικός Κανονισμός∙
«παιδί» σημαίνει πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοχτώ ετών, αλλά δεν περιλαμβάνει έγγαμο πρόσωπο
κάτω από αυτή την ηλικία∙
«προσωπικός αντιπρόσωπος» σημαίνει τον εκτελεστή ή διαχειριστή περιουσίας αποβιώσαντα ή τον
διαχειριστή περιουσίας ανίκανου προσώπου που έχει διοριστεί για να ενεργεί ως τέτοιος,
περιλαμβανομένου προσωρινού διαχειριστή∙
«πρωτοκολλητής» σημαίνει πρωτοκολλητή του δικαστηρίου και περιλαμβάνει βοηθό πρωτοκολλητή του
δικαστηρίου∙∙
«συμψηφισμός» σημαίνει προβολή δικογραφημένου ισχυρισμού ως υπεράσπιση στο σύνολο ή σε μέρος
της απαίτησης ενάγοντα, με το οποίο ο εναγόμενος αξιώνει εκκαθαρισμένο ποσό∙
ο όρος «σωματικές βλάβες» περιλαμβάνει οποιαδήποτε νόσο και οποιαδήποτε βλάβη στη σωματική ή
διανοητική κατάσταση προσώπου.
(2) Κάθε δικαστική διαδικασία πρέπει να φέρει τον τίτλο ο οποίος προβλέπεται στον κανονισμό 7.2 κατά
περίπτωση.
(3) Τα έντυπα που προβλέπονται στους παρόντες κανονισμούς θα χρησιμοποιούνται όπου αυτά
εφαρμόζονται με τις διαφοροποιήσεις που θα είναι αναγκαίες για να αρμόζουν στην κάθε περίπτωση.
(4) Όταν κανονισμός βασίζεται ή παραπέμπει σε κάποια νομοθεσία, σε περίπτωση αντικατάστασης ή
τροποποίησής της, θα ισχύει η νέα νομοθεσία ή και η νέα νομοθεσία αν τούτο προβλέπεται από αυτή.

2.4 Προσωπικό δικαστηρίου
(1) Όπου οι παρόντες κανονισμοί προνοούν ή επιτρέπουν στο δικαστήριο την τέλεση πράξης επίσημου ή
διοικητικού χαρακτήρα, η πράξη αυτή μπορεί να τελεστεί από δικαστικό λειτουργό.
(2) Όταν απαιτείται η τέλεση οποιασδήποτε πράξης από δικαστικό λειτουργό κατόπιν αιτήματος μέρους,
υπόκειται στην καταβολή οποιουδήποτε τέλους απαιτείται δυνάμει του ισχύοντος διαδικαστικού
κανονισμού για την τέλεση τέτοιας πράξης.

2.5 Μητρώα δικαστηρίου και διαδικασία πρωτοκολλητείου
(1) Ο πρωτοκολλητής τηρεί μητρώο απαιτήσεων σε σχέση με τις διαδικασίες σε απαιτήσεις, στο οποίο
καταγράφει τον αριθμό ο οποίος καταδεικνύει τη σειρά στην οποία καταχωρίζεται η απαίτηση και τέτοιες
λεπτομέρειες σύμφωνα με οδηγίες τις οποίες δίδει κατά καιρούς το Ανώτατο Δικαστήριο. Ελλείψει τέτοιων
οδηγιών, ο πρωτοκολλητής συνεχίζει να παραθέτει τις ίδιες λεπτομέρειες στο μητρώο απαιτήσεων ως και
προηγουμένως.
(2) Ο πρωτοκολλητής τηρεί μητρώο υπολογισμού εξόδων στο οποίο καταχωρεί τις λεπτομέρειες κάθε
καταλόγου εξόδων τα οποία ψηφίζει και στο οποίο παραθέτει ποια από τα αξιούμενα ποσά επιτρέπονται
87
και ποια δεν επιτρέπονται και στο κάτω μέρος των λεπτομερειών αυτών πιστοποιεί με την υπογραφή του
το ποσό το οποίο επιτρέπεται.
(3) Σε κάθε υπόθεση, το έντυπο απαίτησης , η έκθεση απαίτησης, το έντυπο σημειώματος εμφάνισης, τα
δικόγραφα, η ανταπαίτηση, τα πρακτικά διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, τα πρακτικά μαρτυρίας,
οι ένορκες δηλώσεις, η γραπτή μαρτυρία, οι γραπτές δηλώσεις μαρτύρων, η συμφωνία για διαιτησία και
η απόφαση Διαιτητή, οι αιτήσεις και οι ενστάσεις και τα αιτήματα στο Δικαστήριο ή στον Πρωτοκολλητή,
οι αποφάσεις ή τα Διατάγματα Δικαστή που εκδόθηκαν ή σημειώσεις Δικαστή που χρησιμοποιήθηκαν
κατά την έκδοση της απόφασης ή Διατάγματος, οι ειδοποιήσεις εφέσεων, τα αντίγραφα αποφάσεων ή
διαταγμάτων που καταχωρούνται καθώς και τα άλλα έγγραφα για τα οποία δίνονται οδηγίες να
καταχωριστούν στο φάκελο της διαδικασίας, πρέπει να είναι σε φύλλα χαρτιού συνδεδεμένα μεταξύ τους
ή να είναι σε ηλεκτρονική μορφή, και θα συνιστούν τον φάκελο της διαδικασίας.

2.6 Δικαστικά έγγραφα προς σφράγιση
(1) Το δικαστήριο σφραγίζει τα ακόλουθα έγγραφα κατά την έκδοσή τους:
(α) το έντυπο απαίτησης (η αναφορά σε έντυπο απαίτησης περιλαμβάνει διαδικασίες οι οποίες
εγείρονται δυνάμει τόσο του Μέρους 7 όσο και του Μέρους 8)∙ και
(β) οποιοδήποτε άλλο έγγραφο του οποίου η σφράγιση απαιτείται από κανονισμό.
(2) Το δικαστήριο θέτει τη σφραγίδα του επί εγγράφου:
(α) ιδιoχείρως∙ ή
(β) εκτυπώνοντας απεικόνιση της σφραγίδας επί του εγγράφου, ηλεκτρονικά ή διαφορετικά.
(3) Έγγραφο στο οποίο φέρεται να τίθεται η σφραγίδα του δικαστηρίου μπορεί να προσάγεται ως μαρτυρία
χωρίς περαιτέρω απόδειξη.

2.7 Διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου ως προς τον τόπο όπου επιλαμβάνεται υποθέσεων
(1) Το δικαστήριο δύναται να επιληφθεί υπόθεσης σε οποιοδήποτε τόπο θεωρεί κατάλληλο, τηρουμένων των
προνοιών των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 (Ν.14/1960).

2.8 Χρόνος
(1) Ο παρών κανονισμός θέτει τον τρόπο υπολογισμού οποιασδήποτε χρονικής περιόδου για την τέλεση
οποιασδήποτε πράξης, η οποία καθορίζεται:
(α) στους παρόντες κανονισμούς∙ ή
(β) σε δικαστική απόφαση ή διάταγμα.
(2) Χρονική περίοδος αναφερόμενη σε αριθμό ημερών υπολογίζεται ως περίοδος καθαρών ημερών.
(3) Στον παρόντα κανονισμό, «καθαρές ημέρες» σημαίνει ότι, κατά τον υπολογισμό του αριθμού των ημερών,
δεν λαμβάνονται υπόψη:
(α) η ημέρα έναρξης της περιόδου∙ και
(β) αν το τέλος της περιόδου καθορίζεται με αναφορά σε συμβάν,
η ημέρα κατά την οποία λαμβάνει χώρα αυτό το συμβάν.
(4) Καθοδηγητική Σημείωση:
(α) Όταν η περίοδος η οποία καθορίζεται:
(i) από τους παρόντες κανονισμούς∙ ή
(ii) από οποιαδήποτε δικαστική απόφαση ή διάταγμα,
για την τέλεση οποιασδήποτε πράξης στο πρωτοκολλητείο, λήγει σε ημέρα κατά την οποία αυτό είναι
κλειστό, η πράξη αυτή θα είναι εμπρόθεσμη, εφόσον πραγματοποιηθεί την επόμενη ημέρα κατά την οποία
το πρωτοκολλητείο είναι ανοιχτό.
(β) Όταν η καθορισμένη περίοδος είναι:
(i) 5 ημέρες ή λιγότερες∙ και
(ii) περιλαμβάνει Σάββατο, Κυριακή ή δημόσια αργία,
η ημέρα αυτή δεν υπολογίζεται.
Παράδειγμα:
Αίτηση πρέπει να επιδίδεται τουλάχιστον 3 ημέρες πριν την ακρόαση.
Η ακρόαση της αίτησης θα γίνει τη Δευτέρα, 20 Οκτωβρίου.
Η τελευταία ημερομηνία για επίδοση είναι η Τρίτη, 14 Οκτωβρίου.
(γ) Επιπρόσθετα Παραδείγματα
(i) Η αίτηση πρέπει να επιδοθεί τουλάχιστον 3 ημέρες πριν την ακρόαση.
Η αίτηση ορίστηκε για ακρόαση την Παρασκευή, 20 Οκτωβρίου.
Η τελευταία ημερομηνία για επίδοση είναι η Δευτέρα, 16 Οκτωβρίου.
(ii) Το δικαστήριο πρόκειται να ορίσει ημερομηνία ακρόασης.
88
Η ακρόαση πρέπει να γίνει τουλάχιστον 28 ημέρες μετά την
ημερομηνία της ειδοποίησης.
Αν το δικαστήριο δώσει ειδοποίηση της ημερομηνίας ακρόασης την 2η Οκτωβρίου, η
εγγύτερη ημερομηνία ακρόασης είναι η 31η Οκτωβρίου.
(iii) Η έκθεση απαίτησης πρέπει να επιδίδεται εντός 14 ημερών από την επίδοση του
εντύπου απαίτησης.
Το έντυπο απαίτησης επιδίδεται στις 2 Οκτωβρίου.
Η τελευταία ημέρα για επίδοση της έκθεσης απαίτησης είναι η 16η Οκτωβρίου.

2.9 Οι ημερομηνίες προς συμμόρφωση είναι ημερολογιακές και περιλαμβάνουν την ακριβή ώρα
(1) Όταν το δικαστήριο εκδίδει απόφαση, διάταγμα ή οδηγία επιβάλλοντας προθεσμία για την τέλεση
οποιασδήποτε πράξης, η τελευταία ημερομηνία προς συμμόρφωση πρέπει, όπου είναι πρακτικά εφικτό:
(α) να εκφράζεται ως ημερολογιακή ημερομηνία∙ και
(β) να περιλαμβάνει την ακριβή ώρα μέχρι την οποία πρέπει να τελεστεί η πράξη.
(2) Όταν η ημερομηνία μέχρι την οποία πρέπει να τελεστεί μια πράξη τίθεται σε έγγραφο, η ημερομηνία
πρέπει, όπου είναι πρακτικά εφικτό:
(α) να εκφράζεται ως ημερολογιακή ημερομηνία∙ και
(β) να περιλαμβάνει την ακριβή ώρα μέχρι την οποία πρέπει να τελεστεί η πράξη.

2.10 Έννοια του όρου «μήνας» σε αποφάσεις, κ.τ.λ.
(1) Κατά την εφαρμογή των παρόντων κανονισμών, όταν ο όρος «μήνας» εμφανίζεται σε οποιαδήποτε
απόφαση, διάταγμα, οδηγία ή άλλο έγγραφο σε διαδικασίες ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου,
σημαίνει ημερολογιακό μήνα, εκτός αν προκύπτει διαφορετικά από το περιεχόμενο του κειμένου.

2.11 Οι προθεσμίες μπορούν να διαφοροποιούνται από τους διαδίκους
(1) Εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στους παρόντες κανονισμούς ή διατάσσει διαφορετικά το δικαστήριο,
ο χρόνος ο οποίος καθορίζεται από κανονισμό ή από το δικαστήριο για την τέλεση πράξης από
οποιοδήποτε πρόσωπο μπορεί να διαφοροποιείται με τη γραπτή συμφωνία των διαδίκων, με την
επιφύλαξη ότι οι διάδικοι δεν δύνανται να διαφοροποιούν με συμφωνία:
(α) την προθεσμία για την καταχώριση του καταλόγου προδικαστικού ελέγχου δυνάμει του κανονισμού
30.4∙
(β) την ημερομηνία της δίκης ή της ακρόασης∙
(γ) την περίοδο εντός της οποίας θα διεξαχθεί η δίκη ή ακρόαση∙ ή
(δ) την τέλεση οποιασδήποτε πράξης από διάδικο, αν το δικαστήριο έχει καθορίσει κύρωση σε σχέση
με αυτή.
(2) Όταν οι διάδικοι παρατείνουν προθεσμία με συμφωνία, ο διάδικος για τον οποίο η προθεσμία παρατάθηκε
ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τον πρωτοκολλητή του δικαστηρίου.

Μέρος 3: Εξουσίες δικαστηρίου σε σχέση με τη διαχείριση υποθέσεων και εξόδων

Ενότητα Ι: Εξουσίες δικαστηρίου σε σχέση με τη διαχείριση υποθέσεων και εξόδων

3.1 Οι γενικές εξουσίες του δικαστηρίου
(1) Ο κατάλογος εξουσιών στον παρόντα κανονισμό είναι πρόσθετος οποιωνδήποτε εξουσιών παρέχονται
στο δικαστήριο από οποιονδήποτε άλλο κανονισμό ή οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία ή οποιεσδήποτε
εξουσίες δυνατόν αυτό να διαθέτει διαφορετικά.
(2) Εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στους παρόντες κανονισμούς, το δικαστήριο δύναται:
(α) να παρατείνει ή σμικρύνει προθεσμία συμμόρφωσης με οποιονδήποτε κανονισμό ή δικαστικό
διάταγμα (ακόμη και αν αίτηση για παράταση υποβάλλεται μετά τη λήξη της προθεσμίας
συμμόρφωσης)∙
(β) να αναβάλλει ή επισπεύδει ακρόαση∙
(γ) να απαιτεί από διάδικο ή από δικηγόρο διαδίκου να παρευρεθεί ενώπιον του δικαστηρίου∙
(δ) να διεξάγει ακρόαση και να λαμβάνει μαρτυρία με τη χρήση οποιασδήποτε μεθόδου άμεσης
προφορικής και οπτικής επικοινωνίας υπό τον όρο ότι όλα τα πρόσωπα, τα οποία συμμετέχουν
στην ακρόαση μπορούν να βλέπουν και να ακούν αλλήλους σε οποιονδήποτε δεδομένο χρόνο∙
(ε) να εκδίδει οδηγίες ότι μέρος οποιασδήποτε διαδικασίας (όπως η ανταπαίτηση) θα τύχει
χειρισμού ως ξεχωριστή διαδικασία∙
(στ) να αναστέλλει όλη ή μέρος οποιασδήποτε διαδικασίας ή απόφασης γενικά ή μέχρι καθορισμένη
ημερομηνία ή καθορισμένο συμβάν∙
(ζ) να συνενώνει διαδικασίες∙
(η) να εκδικάζει δύο ή περισσότερες απαιτήσεις ταυτόχρονα∙
(θ) να εκδίδει οδηγίες για ξεχωριστή εκδίκαση οποιουδήποτε ζητήματος∙
(ι) να αποφασίζει τη σειρά εκδίκασης ζητημάτων∙
(κ) να αποκλείει ζήτημα από εξέταση∙
(λ) να απορρίπτει ή να εκδίδει απόφαση επί απαιτήσεως μετά από απόφαση επί προδικαστικού
ζητήματος∙
(μ) να πραγματοποιεί οποιοδήποτε άλλο βήμα ή να εκδίδει οποιοδήποτε άλλο διάταγμα με σκοπό
τη διαχείριση της υπόθεσης και την προαγωγή του πρωταρχικού σκοπού, περιλαμβανομένης
της υλοποίησης ενεργειών με στόχο την υποβοήθηση των διαδίκων στη διευθέτηση της
υπόθεσης.
(3) Όταν το δικαστήριο εκδίδει διάταγμα, δύναται:
(α) να θέτει όρους, περιλαμβανομένου όρου κατάθεσης χρηματικού ποσού στο δικαστήριο∙ και
(β) να καθορίζει τις συνέπειες μη συμμόρφωσης με το διάταγμα ή με τον όρο.
(4) Όταν το δικαστήριο εκδίδει οδηγίες, λαμβάνει υπόψη κατά πόσο διάδικος έχει συμμορφωθεί ή όχι με
οποιοδήποτε σχετικό προδικαστηριακό πρωτόκολλο.
(5) Το δικαστήριο δύναται να διατάξει διάδικο να καταθέσει χρηματικό ποσόν στο δικαστήριο αν ο διάδικος
αυτός παρέλειψε να συμμορφωθεί, χωρίς εύλογη αιτία, με κανονισμό ή σχετικό προδικαστηριακό
πρωτόκολλο.
(6) Κατά την άσκηση της εξουσίας του, δυνάμει της παραγράφου (5), το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη:
(α) το ποσό της διαφοράς∙ και
(β) τα έξοδα τα οποία έχουν επωμιστεί ή δυνατόν να επωμιστούν τα μέρη∙ και
(γ) κατά πόσο ο διάδικος, ο οποίος διατάχθηκε να καταθέσει χρηματικό ποσό στο δικαστήριο είναι
άπορος.
(7) Όταν διάδικος καταθέτει ποσόν χρημάτων στο δικαστήριο κατόπιν διατάγματος, δυνάμει της παραγράφου
(3) ή (5), το ποσό χρημάτων συνιστά εξασφάλιση οποιουδήποτε πληρωτέου ποσού από τον διάδικο αυτό
έναντι οποιουδήποτε άλλου διαδίκου στη διαδικασία.
(8) Η εξουσία του δικαστηρίου, δυνάμει των παρόντων κανονισμών προς έκδοση διατάγματος περιλαμβάνει
και εξουσία διαφοροποίησης, παραμερισμού ή ακύρωσης του διατάγματος.
(9) Το δικαστήριο δύναται να επικοινωνεί με τους διαδίκους από καιρού εις καιρόν, για σκοπούς ελέγχου της
συμμόρφωσης με οδηγίες που έχει εκδώσει. Οι διάδικοι οφείλουν να ανταποκρίνονται άμεσα σε
οποιαδήποτε τέτοια επικοινωνία του δικαστηρίου.
(10) Το δικαστήριο έχει πρόσθετες εξουσίες δυνάμει της Ενότητας ΙΙ: Προδικαστηριακά Πρωτόκολλα.

3.2 Εξουσία του δικαστηρίου προς αυτεπάγγελτη έκδοση διατάγματος
(1) Εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά σε κανονισμό ή νομοθεσία, το δικαστήριο δύναται να ασκεί τις εξουσίες
του κατόπιν αίτησης ή αυτεπάγγελτα.
90
(2) Όταν το δικαστήριο προτίθεται να εκδώσει διάταγμα αυτεπάγγελτα:
(α) παρέχει σε οποιοδήποτε πρόσωπο δυνατόν να επηρεάζεται από το διάταγμα την ευκαιρία να
προβεί σε παραστάσεις∙ και
(β) όταν το πράττει, καθορίζει τον χρόνο εντός του οποίου και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να
γίνονται οι παραστάσεις.
(3) Όταν το δικαστήριο προτίθεται:
(α) να εκδώσει διάταγμα αυτεπάγγελτα∙ και
(β) να διεξαγάγει ακρόαση για να αποφασίσει κατά πόσο θα εκδώσει το διάταγμα,
δίδει σε κάθε διάδικο, ο οποίος δυνατόν να επηρεάζεται από το διάταγμα, ειδοποίηση τουλάχιστον 3
ημερών για την ακρόαση.

3.3 Εξουσία διαγραφής δικογράφου
(1) Στον παρόντα κανονισμό και στον κανονισμό 3.4, αναφορά σε δικόγραφο περιλαμβάνει αναφορά και σε
μέρος δικογράφου.
(2) Το δικαστήριο δύναται να διαγράψει δικόγραφο αν διαπιστώσει ότι:
(α) το δικόγραφο δεν αποκαλύπτει εύλογη αιτία έγερσης απαίτησης ή υπεράσπισης∙
(β) το δικόγραφο συνιστά κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ή διαφορετικά ενδέχεται να
παρεμποδίσει τη δίκαιη διεκπεραίωση της διαδικασίας∙ ή
(γ) υπήρξε παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό ή δικαστικό διάταγμα.
(3) Όταν το δικαστήριο διαγράφει δικόγραφο, δύναται να εκδώσει οποιοδήποτε παρεπόμενο διάταγμα θεωρεί
κατάλληλο.
(4) Όταν:
(α) το δικαστήριο έχει διαγράψει δικόγραφο του ενάγοντα∙
(β) ο ενάγων έχει διαταχθεί να καταβάλει έξοδα στον εναγόμενο∙ και
(γ) προτού ο ενάγων καταβάλει αυτά τα έξοδα, καταχωρίζει νέα απαίτηση εναντίον του ίδιου
εναγόμενου, η οποία προκύπτει από γεγονότα τα οποία είναι ταυτόσημα ή ουσιωδώς ταυτόσημα
με εκείνα τα οποία σχετίζονται με την απαίτηση στην οποία διαγράφηκε το δικόγραφο, το
δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση τού εναγόμενου, να αναστείλει τη νέα αυτή απαίτηση μέχρι
να καταβληθούν τα έξοδα της πρώτης απαίτησης.
(5) Η παράγραφος (2) δεν περιορίζει οποιαδήποτε άλλη εξουσία του δικαστηρίου να διαγράφει δικόγραφο
δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού.
(6) Αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης δυνάμει του Μέρους 24 μπορεί να καταχωριστεί και εκδικαστεί
ταυτόχρονα με αίτηση δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

3.4 Απόφαση χωρίς δίκη μετά από διαγραφή σε συγκεκριμένες περιπτώσεις
(1) Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται όταν:
(α) το δικαστήριο εκδίδει διάταγμα το οποίο περιλαμβάνει όρο όπως το δικόγραφο διαδίκου
διαγραφεί αν ο διάδικος δεν συμμορφωθεί με το διάταγμα∙ και
(β) ο διάδικος εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα δεν συμμορφώνεται με αυτό.
(2) Διάδικος δύναται να εξασφαλίσει απόφαση με έξοδα καταχωρίζοντας αίτημα για έκδοση απόφασης:
(α) αν το διάταγμα το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο (1)(α) αφορά σε ολόκληρο το δικόγραφο∙
και
(β) όταν ο διάδικος, ο οποίος επιθυμεί να εξασφαλίσει απόφαση είναι ο ενάγων και η απαίτηση είναι
για:
(i) καθορισμένο χρηματικό ποσόν∙
(ii) χρηματικό ποσόν το οποίο θα αποφασιστεί από το δικαστήριο∙
(iii) παράδοση αγαθών, όταν το έντυπο απαίτησης δίδει στον εναγόμενο την εναλλακτική
επιλογή καταβολής της αξίας τους∙ ή
(iv) οποιονδήποτε συνδυασμό αυτών των θεραπειών.
(3) Όταν εξασφαλίζεται απόφαση, δυνάμει του παρόντος κανονισμού σε υπόθεση στην οποία εφαρμόζεται
η παράγραφος 2(β)(iii), θα αποτελεί απόφαση η οποία να απαιτεί από τον εναγόμενο να παραδώσει τα
αγαθά ή (αν ο εναγόμενος δεν το πράξει) να καταβάλει την αξία των αγαθών, όπως θα έχει αποφασιστεί
από το δικαστήριο (μείον οποιεσδήποτε πραγματοποιηθείσες πληρωμές).
(4) Το αίτημα πρέπει να καθορίζει ότι το δικαίωμα προς έκδοση απόφασης έχει προκύψει λόγω μη
συμμόρφωσης με το δικαστικό διάταγμα.
(5) Διάδικος οφείλει να καταχωρίσει αίτηση, δυνάμει του Μέρους 23 αν επιθυμεί να εξασφαλίσει απόφαση,
δυνάμει του παρόντος κανονισμού σε υπόθεση στην οποία δεν εφαρμόζεται η παράγραφος (2).
91

3.5 Παραμερισμός απόφασης η οποία εκδόθηκε μετά από διαγραφή
(1) Διάδικος εναντίον του οποίου το δικαστήριο έχει εκδώσει απόφαση, δυνάμει του κανονισμού 3.4, δύναται
να αιτηθεί από το Δικαστήριο παραμερισμό της απόφασης.
(2) Αίτηση, δυνάμει της παραγράφου (1), υποβάλλεται όχι πέραν των 14 ημερών από την επίδοση της
απόφασης στον διάδικο, ο οποίος υποβάλλει την αίτηση.
(3) Αν το δικαίωμα προς έκδοση απόφασης δεν είχε προκύψει κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης, το
δικαστήριο παραμερίζει την απόφαση.
(4) Αν η αίτηση για παραμερισμό γίνεται για οποιοδήποτε άλλο λόγο, εφαρμόζεται ο κανονισμός 3.6
(απαλλαγή από κυρώσεις).

3.6 Απαλλαγή από κυρώσεις
(1) Όταν διάδικος παραλείπει να συμμορφωθεί με κανονισμό ή δικαστικό διάταγμα, οποιαδήποτε κύρωση για
μη συμμόρφωση, η οποία επιβάλλεται από τον κανονισμό ή το δικαστικό διάταγμα, ισχύει, εκτός αν ο
διάδικος, ο οποίος παρέλειψε να συμμορφωθεί αιτηθεί και εξασφαλίσει απαλλαγή από την κύρωση.
(2) Σε αίτηση για απαλλαγή από οποιαδήποτε επιβληθείσα κύρωση, λόγω παράλειψης συμμόρφωσης με
οποιαδήποτε κανονισμό ή δικαστικό διάταγμα, το δικαστήριο θα λάβει υπόψη όλες τις περιστάσεις της
υπόθεσης προκειμένου να χειριστεί με δίκαιο τρόπο, την αίτηση, με γνώμονα τον πρωταρχικό σκοπό,
περιλαμβανομένης της ανάγκης:
(α) διεξαγωγής της δικαστικής διαδικασίας αποτελεσματικά και με αναλογικό κόστος∙ και
(β) επιβολής συμμόρφωσης με κανονισμούς και δικαστικά διατάγματα.
(3) Αίτηση για απαλλαγή υποστηρίζεται από μαρτυρία.

3.7 Συνένωση διαδικασιών πριν από την ακροαματική διαδικασία
(1) Αν εκκρεμεί αριθμός διαδικασιών στο δικαστήριο και οι διαδικασίες:
(α) αφορούν σε κοινό νομικό ή πραγματικό ζήτημα∙ ή
(β) αποτελούν αντικείμενο απαιτήσεων, οι οποίες προκύπτουν από την ίδια συναλλαγή ή σειρά
συναλλαγών∙ ή
(γ) όπου για οποιοδήποτε άλλο λόγο είναι επιθυμητό,
διάδικος σε οποιαδήποτε από τις διαδικασίες δύναται να αιτηθεί και το δικαστήριο δύναται να
εκδώσει διάταγμα όπως οι διαδικασίες:
(i) συνενωθούν∙ ή
(ii) συνεκδικαστούν∙ ή
(iii) εκδικαστούν αμέσως η μία μετά την άλλη∙ ή
(iv) ανασταλούν μέχρι την ολοκλήρωση οποιασδήποτε από τις άλλες διαδικασίες.

3.8 Γενική εξουσία του δικαστηρίου για διόρθωση θεμάτων όταν υπήρξε διαδικαστικό σφάλμα
(1) Όταν υπήρξε διαδικαστικό σφάλμα, όπως παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό:
(α) το σφάλμα δεν ακυρώνει οποιοδήποτε βήμα στη διαδικασία εκτός αν κάτι τέτοιο διαταχθεί από
το δικαστήριο∙ και
(β) το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα διόρθωσης του σφάλματος.
(2) Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα ακύρωσης οποιουδήποτε βήματος εκτός αν ικανοποιηθεί ότι:
(α) το διαδικαστικό σφάλμα ήταν σοβαρό∙ και
(β) τέτοιο διάταγμα είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπόψη τον
πρωταρχικό σκοπό.

Ενότητα II: Προδικαστηριακά πρωτόκολλα – Προδικαστηριακή συμπεριφορά

3.9 Γενικά
(1) Εγκεκριμένα προδικαστηριακά πρωτόκολλα σε συγκεκριμένους τομείς είναι εκείνα τα πρωτόκολλα τα
οποία παρατίθενται στο Παράρτημα Ι καθώς και οποιαδήποτε άλλα προδικαστηριακά πρωτόκολλα τα
οποία ενδεχομένως να εκδοθούν μεταγενέστερα.
(2) Τα προδικαστηριακά πρωτόκολλα αποτελούν τη συνήθη και εύλογη προσέγγιση σε σχέση με
προδικαστηριακή συμπεριφορά και αναμένεται ότι θα ακολουθούνται.
(3) Ο σκοπός των προδικαστηριακών πρωτοκόλλων είναι:
(α) να προάγουν περισσότερες προδικαστηριακές επαφές μεταξύ των μερών·
(β) να ενθαρρύνουν την ανταλλαγή μεταξύ των μερών έγκαιρης και πλήρους πληροφόρησης σχετικά
με την ενδεχόμενη δικαστική απαίτηση·
(γ) να διευκολύνουν καλύτερη προδικαστηριακή έρευνα και από τις δύο πλευρές·
(δ) να αποφευχθεί η προσφυγή των μερών στο δικαστήριο με διακανονισμό της απαίτησης πριν
την έναρξη δικαστικής διαδικασίας·
(ε) να υποστηρίζουν την αποτελεσματική διαχείριση της διαδικασίας δυνάμει των κανονισμών,
σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα του δικαστηρίου, όταν η δικαστική διαδικασία δεν μπορεί να
αποφευχθεί.

3.10 Συμμόρφωση με πρωτόκολλα
(1) Τα μέρη οφείλουν να συμμορφώνονται ουσιωδώς με τους όρους εγκεκριμένου πρωτοκόλλου σύμφωνα
με τους σκοπούς, οι οποίοι παρατίθενται στον κανονισμό 3.9 (3) του παρόντος Μέρους.
(2) Όταν ένα μέρος παραλείπει να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες της παρούσας Ενότητας ή συγκεκριμένου
προδικαστηριακού πρωτοκόλλου και εγείρεται δικαστική διαδικασία, το δικαστήριο δύναται να λάβει
υπόψη του τέτοια παράλειψη κατά την άσκηση των εξουσιών του, δυνάμει του Μέρους 28 ή του Μέρους
39 ή όταν αποφασίζει κατά πόσον πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις.
(3) Στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο εξετάζει την επιβολή κυρώσεων όπως προνοείται στην
παράγραφο (2) οι συνέπειες που είχε η μη συμμόρφωση στο άλλο μέρος συνιστούν σχετικό παράγοντα.
(4) Όταν κατά την κρίση του δικαστηρίου, η μη συμμόρφωση με την παρούσα Ενότητα ή πρωτόκολλο έχει
οδηγήσει σε έναρξη δικαστικής διαδικασίας, η οποία διαφορετικά δεν θα χρειαζόταν να είχε ξεκινήσει, ή
έχει οδηγήσει στη δημιουργία εξόδων, τα οποία διαφορετικά δεν θα είχαν δημιουργηθεί, το δικαστήριο
δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα όπως αυτό κρίνει δίκαιο ώστε να μην τεθεί το ανυπαίτιο μέρος σε
δυσμενέστερη θέση από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν αν υπήρχε συμμόρφωση, περιλαμβανομένου
διατάγματος που διατάζει το μέρος, το οποίο βρίσκεται σε παράβαση, να καταβάλει το σύνολο ή μέρος
των εξόδων της διαδικασίας ή του άλλου μέρους ή μερών.
(5) Μη συμμόρφωση με πρωτόκολλο περιλαμβάνει:
(α) στην περίπτωση απαιτητή,
(i) την παράλειψη να παράσχει επαρκείς πληροφορίες,
(ii) την παράλειψη να ακολουθήσει τη διαδικασία η οποία απαιτείται από το
πρωτόκολλο,
(iii) οποιαδήποτε άλλη μη συμμόρφωση, η οποία, κατά την κρίση του δικαστηρίου,
συνιστά παράλειψη.
(β) στην περίπτωση εναγόμενου,
(i) την παράλειψη να προβεί σε προκαταρκτική απάντηση στην επιστολή
απαίτησης εντός του χρόνου, ο οποίος καθορίζεται για τον σκοπό αυτό στο
σχετικό πρωτόκολλο·
(ii) την παράλειψη να προβεί σε πλήρη απάντηση εντός του χρόνου, ο οποίος
καθορίζεται για τον σκοπό αυτό στο σχετικό πρωτόκολλο·
(iii) την παράλειψη να προβεί σε αποκάλυψη εγγράφων, των οποίων η
αποκάλυψη απαιτείται από το σχετικό πρωτόκολλο·
(iv) οποιαδήποτε άλλη μη συμμόρφωση, η οποία, κατά την κρίση του δικαστηρίου,
συνιστά παράλειψη.
(6) Tο θέμα της συμμόρφωσης ή μη με σχετικό πρωτόκολλο εξετάζεται από το δικαστήριο μόνο όταν η
απαίτηση ηγέρθη μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω πρωτοκόλλου.
(7) Τα μέρη σε απαίτηση η οποία ηγέρθη μετά την έναρξη ισχύος σχετικού πρωτοκόλλου και τα οποία έχουν
με ενέργειές τους πριν από την ημερομηνία αυτή, επιτύχει τους σκοπούς, στους οποίους στοχεύουν οι
πρόνοιες του πρωτοκόλλου αυτού, δεν χρειάζεται να πραγματοποιήσουν περαιτέρω βήματα προς
συμμόρφωση.

3.11 Περιπτώσεις στις οποίες συμμόρφωση δεν είναι αναγκαία
(1) Τα μέρη δεν απαιτείται να συμμορφώνονται με τις πρόνοιες της Ενότητας ΙΙ ή των Τύπων Ι, ΙΙ ή ΙΙΙ του
Παραρτήματος Ι στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) σε επείγουσες απαιτήσεις· ή
(β) όταν περίοδος παραγραφής πρόκειται να εκπνεύσει και η περίοδος μεταξύ της εκπνοής της
περιόδου παραγραφής και της ημερομηνίας κατά την οποία ο απαιτητής αναθέτει σε δικηγόρο
να ενεργήσει εκ μέρους του είναι πολύ βραχεία, ώστε να επιτρέπεται συμμόρφωση με την
Ενότητα αυτή· ή
(γ) όταν υφίστανται εύλογοι και επαρκείς λόγοι για μη συμμόρφωση και αυτοί εκτίθενται πλήρως
στο έντυπο απαίτησης ή στο δικόγραφο.
(2) Στις περιπτώσεις οι οποίες εμπίπτουν στην παράγραφο (1)(β) του παρόντος κανονισμού:
(α) ο δικηγόρος του απαιτητή οφείλει να δώσει επαρκή ειδοποίηση τής πρόθεσής του απαιτητή να
εγείρει δικαστική διαδικασία και κατόπιν αίτησης από οποιοδήποτε από τα μέρη μετά την έγερση
δικαστικής διαδικασίας, το δικαστήριο δύναται να παρατείνει τον προβλεπόμενο χρόνο επίδοσης
των υποστηρικτικών εγγράφων του απαιτητή ή της υπεράσπισης ή να αναστείλει τη διαδικασία
ενόσω ακολουθείται η δικαστική διαδικασία, δυνάμει της Ενότητας ΙΙ ή των Τύπων Ι, ΙΙ ή ΙΙΙ του
Παραρτήματος Ι.

3.12 Υπόσταση επιστολών απαίτησης και απάντησης
(1) Επιστολές απαίτησης και απάντησης δεν έχουν την υπόσταση δικογράφων σε δικαστική διαδικασία.

3.13 Προδικαστηριακή συμπεριφορά σε περιπτώσεις οι οποίες δεν καλύπτονται από πρωτόκολλο
(1) Σε περιπτώσεις οι οποίες δεν καλύπτονται από εγκεκριμένο πρωτόκολλο, τα μέρη οφείλουν να
ενεργήσουν εύλογα σε σχέση με την ανταλλαγή πληροφόρησης και εγγράφων σχετικών με την απαίτηση
και γενικά, ώστε να αποφευχθεί η δικαστική διαδικασία, σύμφωνα με τον πρωταρχικό σκοπό.
(2) Τα μέρη σε ενδεχόμενη διαφορά, η οποία δεν καλύπτεται από προδικαστηριακό πρωτόκολλο οφείλουν
να ακολουθούν μια εύλογη διαδικασία, σκοπός της οποίας είναι η αποφυγή της δικαστικής διαδικασίας
όπως παρατίθεται στον Τύπο ΙΙΙ του Παραρτήματος Ι.
(3) Όταν τα μέρη αποφασίσουν ότι είναι αναγκαία η γνώμη πραγματογνώμονα για τη διευθέτηση απαίτησης,
οφείλουν όταν είναι εφικτό να συμφωνήσουν τον διορισμό ενός και μόνου πραγματογνώμονα. Αν η
διαφορά αχθεί σε δικαστική διαδικασία, το δικαστήριο δύναται, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να
μην επιτρέψει τη χρήση της έκθεσης πραγματογνώμονα και το κόστος της έκθεσης πραγματογνώμονα
ενδέχεται να μην είναι ανακτήσιμο.

3.14 Έναρξη
(1) Το δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα της μη συμμόρφωσης όταν η απαίτηση ηγέρθη μετά την έναρξη ισχύος
εγκεκριμένου, εφαρμόσιμου προδικαστηριακού πρωτοκόλλου.

3.15 Επίδοση επικοινωνίας
(1) Όταν πρωτόκολλο προνοεί τη γραπτή κοινοποίηση οποιουδήποτε εγγράφου, το έγγραφο αυτό μπορεί,
παρά την οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ των μερών για κάποιο άλλο μέσο διαβίβασης, να παραδοθεί
προσωπικά στον προοριζόμενο παραλήπτη ή να αποσταλεί ταχυδρομικώς ή να αποσταλεί με
ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.
(2) Όταν οποιοδήποτε τέτοιο έγγραφο αποστέλλεται ταχυδρομικώς, θεωρείται ότι έχει παραληφθεί από τον
προοριζόμενο παραλήπτη τη 10η ημέρα από την ταχυδρόμησή του.

3.16 Υποχρέωση εμπλοκής σε διαπραγματεύσεις
(1) Αν μετά που έχει ακολουθηθεί η διαδικασία της Ενότητας ΙΙ ή των Τύπων Ι, ΙΙ ή ΙΙΙ του Παραρτήματος Ι η
απαίτηση παραμένει υπό αμφισβήτηση, τα μέρη οφείλουν να εμπλακούν χωρίς καθυστέρηση σε
κατάλληλες διαπραγματεύσεις με σκοπό τον διακανονισμό της διαφοράς και την αποφυγή της δικαστικής
διαδικασίας.

3.17 Αποκαλυφθέντα έγγραφα
(1) Έγγραφα τα οποία αποκαλύπτονται από ένα μέρος σύμφωνα με την Ενότητα ΙΙ ή τους Τύπους Ι, ΙΙ ή ΙΙΙ
του Παραρτήματος Ι δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για οποιονδήποτε σκοπό πλην της επίλυσης της
διαφοράς εκτός αν συμφωνήσει το αποκαλύπτον μέρος.

Παράρτημα Ι: Τύποι Προδικαστικών Πρωτοκόλλων και Προδικαστηριακή Συμπεριφορά σε περιπτώσεις οι οποίες
δεν καλύπτονται από πρωτόκολλο

Τύπος Ι: Πρωτόκολλο I – Απαίτηση για συγκεκριμένο χρηματικό ποσό
1. Εισαγωγή
(1) Το παρόν πρωτόκολλο εφαρμόζεται όταν η μόνη απαίτηση (χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο τόκος και τα
έξοδα) είναι για συγκεκριμένο χρηματικό ποσό. Δεν εφαρμόζεται σε απαιτήσεις αποζημιώσεων για
αμέλεια οι οποίες προκύπτουν από ατύχημα.

2. Επιστολή απαίτησης
(1) Ο απαιτητής υποχρεούται να αποστείλει στον προτεινόμενο εναγόμενο επιστολή απαίτησης. Η εν λόγω
επιστολή απαίτησης πρέπει να είναι όσο το δυνατό σύμφωνα με τον Έντυπο Α του Τύπου Ι και μπορεί,
όταν είναι αναγκαίο, να τροποποιηθεί ώστε να αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
(2) Η επιστολή πρέπει να περιλαμβάνει:
(α) σαφή σύνοψη των γεγονότων στα οποία βασίζεται η απαίτηση·
(β) οποιαδήποτε σχετική κατάσταση λογαριασμού·
(γ) όλα τα απαραίτητα έγγραφα στα οποία βασίζεται ο απαιτητής προς
υποστήριξη της απαίτησης·
(δ) το ποσό το οποίο είναι οφειλόμενο και πληρωτέο στον απαιτητή·
(ε) το ποσό τόκου, αν υπάρχει, το οποίο αξιώνεται·
(στ) το ποσόν των εξόδων τα οποία ο απαιτητής αξιώνει.
(3) Στην περίπτωση κατά την οποία ο απαιτητής αξιώνει τόκο, η επιστολή
απαίτησης πρέπει επιπρόσθετα να αναφέρει:
(α) από πού απορρέει το δικαίωμά του σε τόκο και κατά πόσο έχει έρεισμα σε συμφωνία ή
διαφορετικά·
(β) το ποσόν του οφειλόμενου τόκου κατά την ημερομηνία της επιστολής·
(γ) το επιτόκιο βάσει του οποίου υπολογίζεται ο τόκος· και
(δ) το επιτόκιο βάσει του οποίου καταβάλλεται τόκος και το υπολογιζόμενο ημερήσιο ποσόν τόκου
μετά την ημερομηνία της επιστολής.

3. Απαντητική επιστολή
(1) Ο προτεινόμενος εναγόμενος οφείλει να απαντήσει εντός 14 ημερολογιακών ημερών από τη λήψη της
επιστολής ενημερώνοντας κατά πόσον παραδέχεται την απαίτηση. Η απαντητική επιστολή πρέπει να
είναι όσο το δυνατόν πλησιέστερη στο Έντυπο Β του Τύπου Ι και μπορεί, όταν είναι αναγκαίο, να
τροποποιηθεί, ώστε να αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση και
(α) όταν δεν είναι παραδεκτή η απαίτηση, η απαντητική επιστολή πρέπει:
(i) να περιέχει λεπτομερείς λόγους γιατί η απαίτηση δεν είναι παραδεκτή· και
(ii) να επισυνάπτονται σε αυτήν αντίγραφα όλων των απαραίτητων εγγράφων, τα οποία
βρίσκονται στην κατοχή του προτεινόμενου εναγόμενου και στα οποία βασίζεται. Αν τα
έγγραφα στα οποία βασίζεται ο προτεινόμενος εναγόμενος δεν βρίσκονται στην κατοχή
του, ο προτεινόμενος εναγόμενος οφείλει να προσδιορίσει τα έγγραφα αυτά·
(β) όταν η απαίτηση είναι παραδεκτή, η απαντητική επιστολή πρέπει να περιέχει:
(i) προτάσεις για την αποπληρωμή του χρέους·
(ii) πλήρεις λεπτομέρειες του εισοδήματος και των περιουσιακών στοιχείων του
προτεινόμενου εναγόμενου με επισύναψη εγγράφων τα οποία τεκμηριώνουν αυτές τις
λεπτομέρειες προκειμένου να μπορέσει ο απαιτητής να αξιολογήσει ορθά την πρόταση.
(2) Αν ο προτεινόμενος εναγόμενος δεν απαντήσει εντός του χρόνου ο οποίος καθορίζεται στην παράγραφο
(1) ο απαιτητής δικαιούται να εγείρει δικαστική διαδικασία.
(3) Ο απαιτητής δεν είναι υπόχρεος να αποδεχτεί οποιαδήποτε πρόταση γίνει από τον προτεινόμενο
εναγόμενο. Αν ο απαιτητής απορρίψει την πρόταση, οφείλει να ειδοποιήσει τον προτεινόμενο εναγόμενο
για την απόρριψη και τους λόγους, καθώς και για την πρόθεσή του να εγείρει δικαστική διαδικασία.
(4) Οποιαδήποτε παραδοχή της απαίτησης με ή χωρίς συμφωνία επί των όρων πληρωμής δεν εμποδίζει τον
απαιτητή να εγείρει απαίτηση και να εξασφαλίσει απόφαση.

Έντυπο Α του Τύπου Ι – Επιστολή απαίτησης
Προς
Προτεινόμενο εναγόμενο
Αγαπητέ
Θέμα: Ονοματεπώνυμο και Πλήρης Διεύθυνση του απαιτητή
Έχουμε λάβει οδηγίες από το πιο πάνω κατονομαζόμενο πρόσωπο να απαιτήσουμε από εσάς τα ακόλουθα
χρηματικά ποσά (παραθέστε λεπτομέρειες)
Σύμφωνα με τις οδηγίες μας οφείλετε στον πελάτη μας τα εν λόγω χρηματικά ποσά ως αποτέλεσμα των πιο κάτω:
(παραθέστε σύνοψη των γεγονότων στα οποία βασίζεται η απαίτηση και επισυνάψετε αντίγραφα σχετικών
εγγράφων)
Απαιτείται όπως απαντήσετε εντός 14 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία λήψης της επιστολής αυτής
συμπληρώνοντας το έντυπο το οποίο επισυνάπτεται και επιστρέφοντάς το (καθορίστε). Παράλειψή σας να το
πράξετε, θα έχει ως αποτέλεσμα την έγερση δικαστικής διαδικασίας εναντίον σας χωρίς περαιτέρω ειδοποίηση και
δυνατόν να υποστείτε δυσμενείς επιπτώσεις υπό μορφή εξόδων και/ή από τυχόν οδηγία ή διάταγμα που το
Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εκδώσει εναντίον σας.
Μετά τιμής,

Έντυπο Β του Τύπου Ι – Απαντητική Επιστολή
Παραδέχεστε ότι οφείλετε το αξιούμενο ποσό: Ναι/Όχι
Αν «Όχι», παραθέστε τους λόγους προς τούτο και επισυνάψετε τα ουσιώδη έγγραφα τα οποία υποστηρίζουν τους
λόγους αυτούς:
Αν «Ναι», παραθέστε τις προτάσεις σας για την αποπληρωμή του χρέους δίνοντας πλήρεις λεπτομέρειες των
εισοδημάτων και των περιουσιακών σας στοιχείων και επισυνάψετε τυχόν σχετικά έγγραφα.
Αν είστε πρόθυμος να παραστείτε σε συνάντηση προς συζήτηση των προτάσεων αυτών, παρακαλώ
επικοινωνήστε με ……………………………………………………………………………… για διευθέτηση
συνάντησης σε κατάλληλη ημερομηνία και ώρα.

Τύπος ΙΙ : Πρωτόκολλο 2 – Τροχαία Ατυχήματα και Απαιτήσεις για Σωματικές Βλάβες
1. Εισαγωγή
(1) Το παρόν πρωτόκολλο εφαρμόζεται κυρίως σε απαιτήσεις σε σχέση με τροχαία ατυχήματα, οι οποίες
περιλαμβάνουν υλικές ζημιές και σωματικές βλάβες. Η ουσία του πρωτοκόλλου πρέπει να ακολουθείται σε όλες
τις περιπτώσεις σωματικών βλαβών και, όπου είναι δυνατόν, σε όλες τις απαιτήσεις οι οποίες προκύπτουν από
τροχαία ατυχήματα όταν δεν υπάρχουν σωματικές βλάβες.
(2) Το χρονοδιάγραμμα και οι διευθετήσεις για την αποκάλυψη εγγράφων και την εξασφάλιση μαρτυρίας
πραγματογνώμονα μπορούν να διαφοροποιηθούν μετά από συμφωνία μεταξύ των μερών. Το δικαστήριο
δύναται να ζητήσει εξηγήσεις ως προς την ανάγκη διαφοροποίησης του πρωτοκόλλου σε περίπτωση που στη
συνέχεια εγερθεί δικαστική διαδικασία.
(3) Όταν δεν ακολουθείται το πρωτόκολλο λόγω του ότι το ένα μέρος ή και τα δύο μέρη θεωρούν ότι οι λεπτομέρειες
του πρωτοκόλλου δεν είναι κατάλληλες για τη συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να δίδονται εξηγήσεις στο
δικαστήριο ως προς τους λόγους για τους οποίους δεν έχει ακολουθηθεί το πρωτόκολλο.

2. Η επιστολή πριν από την απαίτηση
(1) Όταν έχει αποσταλεί επιστολή δυνάμει των προνοιών της παραγράφου 4 στον προτεινόμενο εναγόμενο και
αυτός είναι ασφαλισμένος, ο προτεινόμενος εναγόμενος υποχρεούται να διαβιβάσει την επιστολή στον
ασφαλιστή. Όταν υπάρχει καθυστέρηση στη λήψη της επιστολής από τον ασφαλιστή, ο ασφαλιστής δύναται να
ζητήσει από τον απαιτητή παράταση χρόνου για να απαντήσει.
(2) Πρέπει να δίδεται στον προτεινόμενο εναγόμενο περίοδος 28 ημερών προκειμένου να διερευνήσει και να
απαντήσει σε απαίτηση πριν από την έγερση δικαστικής διαδικασίας.
(3) Όταν έχει εγερθεί δικαστική διαδικασία, τα μέρη δύνανται να αιτηθούν από το δικαστήριο παράταση του χρόνου
επίδοσης των εγγράφων του απαιτητή ή οποιασδήποτε υπεράσπισης ή αναστολή της δικαστικής διαδικασίας,
ενόσω ακολουθούνται τα συνιστώμενα βήματα.

3. Πραγματογνώμονες
(1) Η από κοινού επιλογή και πρόσβαση σε πραγματογνώμονες πρέπει να αποτελεί τον κανόνα για ιατρικά ή άλλα
θέματα. Απαιτητής ο οποίος έχει εξασφαλίσει ιατρική έκθεση ή έκθεση άλλου πραγματογνώμονα οφείλει να την
αποκαλύψει στον εναγόμενο, ο οποίος στη συνέχεια δύναται να υποβάλει ερωτήσεις ή/και να συμφωνήσει με
αυτή.

4. Επιστολή απαίτησης
(1) Ο απαιτητής υποχρεούται να αποστείλει στον προτεινόμενο εναγόμενο δύο αντίγραφα της επιστολής απαίτησης
μόλις υπάρχουν διαθέσιμες επαρκείς πληροφορίες οι οποίες να τεκμηριώνουν ρεαλιστική απαίτηση,
ανεξαρτήτως αν ο απαιτητής είναι σε θέση να τοποθετηθεί λεπτομερώς σε ζητήματα που αφορούν στο ύψος της
αποζημίωσης. Ένα αντίγραφο της επιστολής πρέπει να το κρατήσει ο προτεινόμενος εναγόμενος, ο οποίος
υποχρεούται να διαβιβάσει το δεύτερο αντίγραφο στους ασφαλιστές του.
(2) Όταν ο απαιτητής έχει πληροφόρηση ως προς την ταυτότητα των ασφαλιστών του προτεινόμενου εναγόμενου,
δύναται επίσης να αποστείλει αντίγραφο της επιστολής απαίτησης απευθείας στους ασφαλιστές. Τέτοια
επιστολή απαίτησης πρέπει να συνοδεύεται από επιστολή με την οποία να ζητείται η θέση των ασφαλιστών
αναφορικά με την αναμενόμενη απαίτηση. Όταν ο απαιτητής προτίθεται να εγείρει δικαστική διαδικασία εναντίον
των ασφαλιστών, υποχρεούται στην επιστολή του να δώσει ειδοποίηση για την πρόθεσή του όπως απαιτείται
από τη νομοθεσία.
(3) Όταν ο απαιτητής προτίθεται να εγείρει δικαστική διαδικασία εναντίον των ασφαλιστών δυνάμει της ισχύουσας
νομοθεσίας, ο απαιτητής υποχρεούται να δώσει γραπτή ειδοποίηση στους ασφαλιστές εντός της προθεσμίας,
η οποία καθορίζεται στην ισχύουσα νομοθεσία.
(4) Η επιστολή απαίτησης πρέπει να περιέχει:
(α) σαφή σύνοψη των γεγονότων στα οποία βασίζεται η απαίτηση·
(β) ένδειξη της φύσης των βλαβών που υπέστη ο απαιτητής·
(γ) πληροφορίες για τον χώρο της παροχής θεραπευτικής αγωγής και τον θεράποντα ιατρό·
(δ) την ημερομηνία/τις ημερομηνίες παροχής της θεραπευτικής αγωγής·
(ε) την έκταση των σωματικών βλαβών όπως είναι γνωστή κατά την ημερομηνία της επιστολής·
(στ) λεπτομέρειες των υλικών ζημιών·
(ζ) ένδειξη του ύψους του συνόλου τής απαίτησης με σχετικές λεπτομέρειες και υποστηρικτικά έγγραφα,
αν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες για το ύψος της αποζημίωσης· και
(η) οποιεσδήποτε άλλες σχετικές πληροφορίες που αφορούν ειδικά στην περίπτωση.
(5) Η επιστολή απαίτησης πρέπει να είναι σύμφωνη με το Έντυπο Α του Τύπου ΙΙ. Το Έντυπο μπορεί να
τροποποιηθεί, ώστε να αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
(6) Πρέπει να δίδονται επαρκείς πληροφορίες προκειμένου να δύναται ο ασφαλιστής/δικηγόρος του προτεινόμενου
εναγόμενου να ξεκινήσει έρευνα και να προβεί σε αδρή εκτίμηση της απαίτησης.
(7) Όταν ο απαιτητής ζητεί από τον προτεινόμενο εναγόμενο να αποκαλύψει έγγραφα οφείλει, όπου είναι δυνατόν,
να προσδιορίσει τα συγκεκριμένα έγγραφα ή κατηγορίες εγγράφων τα οποία θεωρεί σχετικά με τα ζητήματα
μεταξύ των μερών και τα οποία το δικαστήριο ενδεχομένως να διέτασσε όπως αποκαλυφθούν είτε κατόπιν
αίτησης για προδικαστηριακή αποκάλυψη είτε στο πλαίσιο αποκάλυψης κατά τη διάρκεια της δικαστικής
διαδικασίας.

5. Απαντητική επιστολή
(1) Ο προτεινόμενος εναγόμενος ή οι ασφαλιστές του οφείλουν να διερευνήσουν την απαίτηση και να απαντήσουν
εντός 28 ημερών από την ημερομηνία λήψης της επιστολής απαίτησης (ή εντός μεγαλύτερης περιόδου ως
δύναται να συμφωνηθεί μεταξύ των μερών).
(2) Η απαντητική επιστολή πρέπει να είναι σύμφωνη με το Έντυπο Β του Τύπου ΙΙ και να περιέχει:
(α) αν γίνεται παραδοχή της ευθύνης, δήλωση ως προς τούτο·
(β) αν δεν γίνεται παραδοχή της ευθύνης:
(i) δήλωση ως προς τούτο·
(ii) τους λόγους της άρνησης ευθύνης· και
(iii) οποιαδήποτε εναλλακτική εκδοχή των γεγονότων·
Ο προτεινόμενος εναγόμενος πρέπει να επισυνάπτει οποιαδήποτε έγγραφα βρίσκονται στην κατοχή
του, τα οποία είναι ουσιώδη για τα ζητήματα μεταξύ των μερών και τα οποία το δικαστήριο ενδεχομένως
να διέτασσε όπως αποκαλυφθούν είτε κατόπιν αίτησης για αποκάλυψη πριν την αγωγή είτε στο πλαίσιο
αποκάλυψης κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας.
(γ) Αν ο προτεινόμενος εναγόμενος παραδέχεται κάποια ευθύνη, αλλά ισχυρίζεται την ύπαρξη
συντρέχουσας αμέλειας από μέρους του απαιτητή οφείλει:
(i) να προβάλει λόγους οι οποίοι να υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς για συντρέχουσα αμέλεια∙
και
(ii) να επισυνάψει οποιαδήποτε έγγραφα τα οποία είναι σχετικά με τα υπό
αμφισβήτηση ζητήματα.
(δ) Ο απαιτητής οφείλει να απαντήσει στους ισχυρισμούς για συντρέχουσα αμέλεια πριν από την έγερση
δικαστικής διαδικασίας.
(3) Αν ο προτεινόμενος εναγόμενος ή ο ασφαλιστής του δεν απαντήσουν εντός του χρόνου ο οποίος καθορίζεται
στην παράγραφο (1) πιο πάνω, ο απαιτητής δικαιούται να εγείρει δικαστική διαδικασία.
(4) Όταν ο προτεινόμενος εναγόμενος ή οι ασφαλιστές του ζητήσουν περισσότερο χρόνο για να διερευνήσουν την
απαίτηση και να απαντήσουν, τα μέρη δύνανται να συμφωνήσουν παράταση του χρόνου ο οποίος καθορίζεται
στην παράγραφο (1) πιο πάνω.
(5) Όταν γίνεται παραδοχή της ευθύνης, κατά τεκμήριο θεωρείται ότι ο προτεινόμενος εναγόμενος θα δεσμεύεται
από αυτή την παραδοχή.

6. Ειδικές αποζημιώσεις
(1) Όταν ο απαιτητής δεν έχει θίξει το θέμα του ύψους της αποζημίωσης στην επιστολή απαίτησης, αυτός οφείλει
να αποστείλει στον εναγόμενο, μόλις έχει επαρκείς πληροφορίες για τον σκοπό υπολογισμού του ύψους της
αποζημίωσης, πίνακα αποζημιώσεων με υποστηρικτικά έγγραφα.

Έντυπο Α του Τύπου ΙΙ – Επιστολή απαίτησης
Προς
Προτεινόμενο εναγόμενο
Αγαπητέ
Θέμα: Ονοματεπώνυμο και πλήρης διεύθυνση απαιτητή
Ηλικία απαιτητή
Έχουμε λάβει οδηγίες από το πιο πάνω κατονομαζόμενο πρόσωπο να απαιτήσουμε αποζημιώσεις σε σχέση με ατύχημα
το οποίο συνέβη σε (τόπος ατυχήματος) την ………………………………………………………………….
ημέρα του…………
Παρακαλούμε επιβεβαιώστε την ταυτότητα των ασφαλιστών σας. Παρακαλούμε σημειώστε ότι αυτή η επιστολή πρέπει
να τεθεί υπόψη των ασφαλιστών το συντομότερο δυνατόν και σε περίπτωση που δεν τους κοινοποιήσετε την επιστολή
αυτή, ενδέχεται να επηρεαστεί η ασφαλιστική σας κάλυψη ή/και η διεξαγωγή οποιοσδήποτε επακόλουθης δικαστικής
διαδικασίας.
Οι συνθήκες του ατυχήματος έχουν ως εξής:
(Σύντομη περιγραφή)
Ο λόγος που ισχυριζόμαστε αδικοπραξία από μέρους σας είναι:
(Παραθέστε περιεκτική δήλωση η οποία να περιγράφει πώς συνέβη κατά τους ισχυρισμούς σας το ατύχημα)
Πιο κάτω, παρατίθεται περιγραφή των σωματικών βλαβών τις οποίες υπέστη ο πελάτης μας:
(Σύντομη περιγραφή)
Ο πελάτης μας έλαβε θεραπευτική αγωγή για τις σωματικές βλάβες σε (όνομα και διεύθυνση του νοσοκομείου ή κλινικής
ή ιατρείου, κ.λπ. και όνομα του θεράποντος ιατρού, εάν είναι γνωστό)
Ο πελάτης μας εξακολουθεί να υποφέρει από τις επιπτώσεις των σωματικών βλαβών.
Ο πελάτης μας εργάζεται ως (επάγγελμα) και υποχρεώθηκε να απουσιάζει από την εργασία του (ημερομηνίες απουσίας).
Το εισόδημά του είναι (συμπληρώστε, εάν είναι γνωστό).
[Ή αν είστε οι εργοδότες του πελάτη μας, παρακαλώ δώστε λεπτομέρειες των συνήθων αποδοχών οι οποίες θα μας
επιτρέψουν να υπολογίσουμε την οικονομική του ζημιά]
[Είμαστε στο στάδιο εξασφάλισης αστυνομικής έκθεσης και θα σας παράσχουμε αντίγραφο αυτής εφόσον αναλάβετε να
καταβάλετε το ήμισυ του κόστους εξασφάλισης της έκθεσης].
[Όταν η απώλεια του απαιτητή μπορεί να υπολογιστεί: Ο απαιτητής απαιτεί €… υπό μορφή αποζημιώσεων (δώστε
λεπτομέρειες προσδιορίζουσες τις απαιτήσεις υλικών ζημιών, εάν υπάρχουν, τις απαιτήσεις άλλων ειδικών ζημιών με
σχετικές λεπτομέρειες και την απαίτηση για γενικές αποζημιώσεις με κατάλληλες λεπτομέρειες].
Έχουμε επίσης αποστείλει επιστολή απαίτησης σε (όνομα και διεύθυνση) αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται.
Αντιλαμβανόμαστε ότι οι ασφαλιστές τους είναι
(όνομα, διεύθυνση ασφαλιστή, εάν είναι γνωστό).
Στο παρόν στάδιο της διερεύνησής μας, αναμένουμε τα έγγραφα τα οποία περιέχονται στα μέρη (περιλάβετε τα κατάλληλα
μέρη του πρότυπου καταλόγου αποκάλυψης) τα οποία είναι σχετικά με την απαίτηση αυτή.
Αντίγραφο της επιστολής αυτής επισυνάπτεται προκειμένου να την αποστείλετε στους ασφαλιστές σας.
Τέλος, σύμφωνα με το σχετικό προδικαστηριακό πρωτόκολλο, αναμένουμε απάντηση στην επιστολή αυτή από εσάς ή
τους ασφαλιστές σας εντός 28 ημερολογιακών ημερών από τη λήψη της επιστολής αυτής. Σε περίπτωση που εσείς ή οι
ασφαλιστές σας παραλείψετε να απαντήσετε, θα εγερθεί δικαστική διαδικασία εναντίον σας χωρίς περαιτέρω ειδοποίηση
και δυνατόν να υποστείτε δυσμενείς επιπτώσεις υπό μορφή εξόδων και/ή από τυχόν οδηγία ή διάταγμα που το Δικαστήριο
κρίνει σκόπιμο να εκδώσει εναντίον σας.

Έντυπο Β του Τύπου ΙΙ – Απαντητική Επιστολή
*(Α) Παραδέχομαι ευθύνη για το ατύχημα.
Ή
*(Β) Παραδέχομαι μέρος της ευθύνης αλλά ισχυρίζομαι την ύπαρξη συντρέχουσας αμέλειας από μέρους του απαιτητή
για τους ακόλουθους λόγους**:
Τα ουσιώδη έγγραφα τα οποία υποστηρίζουν τους λόγους αυτούς είναι τα ακόλουθα:
100
(επισυνάψετε οποιαδήποτε έγγραφα τα οποία είναι σχετικά με τα υπό αμφισβήτηση ζητήματα)
Ή
*(Γ) Δεν παραδέχομαι ευθύνη για το ατύχημα για τους ακόλουθους λόγους:
Η δική μου εκδοχή των γεγονότων έχει ως εξής:
Τα έγγραφα που είναι στην κατοχή μου και τα οποία είναι ουσιώδη για τα ζητήματα μεταξύ των μερών είναι τα ακόλουθα:
(επισυνάψετε οποιαδήποτε έγγραφα βρίσκονται στην κατοχή σας τα οποία είναι ουσιώδη για τα ζητήματα μεταξύ των
μερών και τα οποία το δικαστήριο ενδεχομένως να διέτασσε όπως αποκαλυφθούν είτε κατόπιν αίτησης για αποκάλυψη
πριν την αγωγή είτε στα πλαίσια αποκάλυψης κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας)
*(να διαγραφεί ότι δεν ισχύει)
Αν είστε πρόθυμος να παραστείτε σε συνάντηση προς συζήτηση αναφορικά με τα πιο πάνω, παρακαλώ επικοινωνήστε
με ……………………………………………………………………………………………………. για διευθέτηση
συνάντησης σε κατάλληλη ημερομηνία και ώρα.
**ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΡΟΣ ΑΠΑΙΤΗΤΗ: Οφείλετε να απαντήσετε στους ισχυρισμούς για συντρέχουσα αμέλεια πριν από την
έγερση δικαστικής διαδικασίας.

Τύπος ΙΙΙ: Προδικαστηριακή συμπεριφορά σε περιπτώσεις, οι οποίες δεν καλύπτονται από πρωτόκολλο
1. Εισαγωγή
(1) Ο παρών Τύπος περιγράφει τη διαδικασία την οποία οφείλουν να ακολουθήσουν τα μέρη πριν από την
έγερση δικαστικής διαδικασίας σε περιπτώσεις οι οποίες δεν καλύπτονται από προδικαστηριακό
πρωτόκολλο.
(2) Σε τέτοιες περιπτώσεις, κατά κανόνα:
(α) ο απαιτητής αποστέλλει επιστολή στον προτεινόμενο εναγόμενο στην οποία δίδονται λεπτομέρειες της
απαίτησης·
(β) ο προτεινόμενος εναγόμενος αναγνωρίζει χωρίς καθυστέρηση λήψη της επιστολής απαίτησης·
(γ) ο προτεινόμενος εναγόμενος δίδει λεπτομερή γραπτή απάντηση εντός εύλογου χρόνου· και
(δ) τα μέρη προβαίνουν σε γνήσιες και εύλογες διαπραγματεύσεις προκειμένου να διευθετηθεί η απαίτηση
με ελάχιστο κόστος χωρίς να εγερθεί δικαστική διαδικασία.

2. Επιστολή απαίτησης
(1) Με την επιστολή του ο απαιτητής οφείλει:
(α) να παράσχει επαρκείς, αλλά περιεκτικές λεπτομέρειες οι οποίες να επιτρέπουν στον παραλήπτη να
κατανοήσει και να διερευνήσει την απαίτηση χωρίς την ανάγκη λεπτομερούς πρόσθετης
πληροφόρησης·
(β) να περιλάβει αντίγραφα των απαραίτητων εγγράφων στα οποία βασίζεται ο απαιτητής·
(γ) να ζητήσει σύντομη αναγνώριση λήψης της επιστολής, ακολουθούμενη από πλήρη γραπτή απάντηση
εντός καθορισμένης εύλογης περιόδου·
(δ) να δηλώσει κατά πόσον θα εγερθεί δικαστική διαδικασία αν δεν ληφθεί πλήρης απάντηση εντός της
καθορισμένης προθεσμίας·
(ε) να προσδιορίσει και να ζητήσει αντίγραφα οποιωνδήποτε απαραίτητων εγγράφων τα οποία δεν
βρίσκονται στην κατοχή του απαιτητή και τα οποία ο απαιτητής επιθυμεί να δει·
(στ) να δηλώσει (αν αυτό ισχύει) ότι επιθυμεί να συμμετάσχει σε διαμεσολάβηση ή άλλη εναλλακτική μέθοδο
επίλυσης διαφορών· και
(ζ) να επισύρει την προσοχή στις εξουσίες του δικαστηρίου προς επιβολή κυρώσεων για μη συμμόρφωση
με την παρούσα Ενότητα και, αν ο παραλήπτης ενδέχεται να μην εκπροσωπείται, να περιλάβει
αντίγραφο της παρούσας Ενότητας.

3. Αναγνώριση λήψης επιστολής απαιτητή και απαντητική επιστολή
(1) Ο προτεινόμενος εναγόμενος οφείλει να αναγνωρίσει γραπτώς λήψη της επιστολής του απαιτητή εντός 14
ημερολογιακών ημερών από τη λήψη της.
(2) Η αναγνώριση λήψης πρέπει να αναφέρει πότε ο προτεινόμενος εναγόμενος θα δώσει πλήρη απάντηση και, αν
ο χρόνος αυτός εκτείνεται πέραν του χρόνου ο οποίος καθορίζεται στην επιστολή του απαιτητή, οφείλει να
αναφέρει τους λόγους γι’ αυτό.
(3) Με την πλήρη γραπτή απάντησή του ο προτεινόμενος εναγόμενος οφείλει, κατά περίπτωση:
(i) να αποδεχτεί το σύνολο ή μέρος της απαίτησης και να υποβάλει προτάσεις για διευθέτηση· ή
(ii) να δηλώσει ότι η απαίτηση δεν γίνεται αποδεκτή
(4) Αν ο προτεινόμενος εναγόμενος δεν αποδεχτεί την απαίτηση ή μέρος αυτής, με την απάντησή του οφείλει:
(i) να δώσει λεπτομερείς λόγους γιατί δεν αποδέχεται την απαίτηση προσδιορίζοντας εκείνους τους
ισχυρισμούς του απαιτητή, αν υπάρχουν, τους οποίους αποδέχεται και εκείνους τους οποίους
αμφισβητεί·
(ii) να περιλάβει αντίγραφα των απαραίτητων εγγράφων στα οποία βασίζεται·
(iii) να περιλάβει αντίγραφα των εγγράφων τα οποία ζητήθηκαν από τον απαιτητή ή να δώσει τους λόγους
γιατί δεν περιλαμβάνονται·
(iv) να προσδιορίσει και να ζητήσει αντίγραφα οποιωνδήποτε περαιτέρω απαραίτητων εγγράφων τα οποία
δεν βρίσκονται στην κατοχή του προτεινόμενου εναγόμενου και τα οποία ο προτεινόμενος εναγόμενος
επιθυμεί να δει και, σε τέτοια περίπτωση, ο απαιτητής οφείλει να τα παράσχει εντός εύλογου χρόνου ή
να εξηγήσει γραπτώς γιατί δεν το πράττει·
(v) να δηλώσει κατά πόσο είναι έτοιμος να συμμετάσχει σε διαμεσολάβηση ή άλλη εναλλακτική μέθοδο
επίλυσης διαφορών.

Ενότητα IIΙ: Προδικαστική Παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

3.18 Ερμηνεία
(1) Στον παρόντα κανονισμό, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια –
(α) «διαταγή» σημαίνει την πράξη με την οποία παραπέμπεται στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
ερώτημα με σκοπό την έκδοση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία
της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(β) «δικαστήριο» σημαίνει το δικαστήριο που εκδίδει τη διαταγή και περιλαμβάνει το Εφετείο.

3.19 Έκδοση διαταγής
(1) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας διαταγή –
(α) κατόπιν αίτησης διάδικου . ή
(β) αυτεπάγγελτα, αφού ακούσει και τις απόψεις των μερών.
(2) Η διαταγή εκθέτει σε παράρτημα την παράκληση προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για έκδοση
προδικαστικής απόφασης. Η παράκληση εξειδικεύει το ερώτημα και περιλαμβάνει –
(α) το πλήρες όνομα του αναφέροντος δικαστηρίου,
(β) τα στοιχεία των διαδίκων,
(γ)σύνοψη της φύσεως και του ιστορικού της διαδικασίας, περιλαμβανομένων των σημαντικών
γεγονότων και κατά πόσο αυτά είναι αποδεδειγμένα ή παραδεκτά ή υποτιθέμενα,
(δ) τους σχετικούς κανόνες του εθνικού δικαίου,
(ε) σύνοψη των σχετικών θέσεων των διαδίκων,
(ζ) τις διατάξεις του Ευρωπαϊκού δικαίου των οποίων ζητείται η ερμηνεία,
(η) επεξήγηση του λόγου για τον οποίο ζητείται προδικαστική απόφαση από το Δικαστήριο της
Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.20 Αίτημα για εφαρμογή της ταχείας ή της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας
(1) Αίτημα από το δικαστήριο για εφαρμογή της ταχείας ή της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας από το
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποβάλλεται σε ξεχωριστό από τη διαταγή έγγραφο ή με καλυπτική
επιστολή.

3.21 Αιτήματα από το δικαστήριο προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
(1) Το δικαστήριο δύναται να υποβάλει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ξεχωριστό έγγραφο ή με
καλυπτική επιστολή συνοδεύουσα την προδικαστική παραπομπή αίτημα σχετικά με –
(α) την ανωνυμοποίηση ενός ή περισσοτέρων προσώπων ή οντοτήτων·
(β) την εκδίκαση της προδικαστικής παραπομπής σύμφωνα με την ταχεία
προδικαστική διαδικασία·
(γ) την εκδίκαση της προδικαστικής παραπομπής σύμφωνα με την
επείγουσα προδικαστική διαδικασία· ή
(δ) την παραχώρηση προτεραιότητας στην προδικαστική παραπομπή.
(2) Αίτημα δυνάμει του παρόντος κανονισμού, αναφέρει ρητά τις διατάξεις των Διαδικαστικών Κανονισμών του
Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οποίες στηρίζεται καθώς και τα πραγματικά περιστατικά και το
νομοθετικό πλαίσιο στα οποία βασίζεται. Σε περίπτωση αιτήματος για εκδίκαση της προδικαστικής παραπομπής
σύμφωνα με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία, υποδεικνύονται επίσης από το δικαστήριο οι
προτεινόμενες απαντήσεις στο προδικαστικό ερώτημα.

3.22 Διαβίβαση της διαταγής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
(1) Η διαβίβαση της διαταγής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται από τον Αρχιπρωτοκολλητή προς
τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(2) Διαταγές που εκδίδονται από δικαστήρια άλλα από το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμπονται μέσω του οικείου
Πρωτοκολλητή στον Αρχιπρωτοκολλητή προς διαβίβαση στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(3) Ο Αρχιπρωτοκολλητής δε διαβιβάζει τη διαταγή εκτός αν –
(α) ο χρόνος υποβολής έφεσης εναντίον της διαταγής έχει εκπνεύσει. ή
(β) η έφεση που ασκήθηκε εναντίον της διαταγής έχει απορριφθεί.

3.23 Αναστολή διαδικασίας
(1) Στην περίπτωση όπου εκδίδεται διαταγή, εκτός αν το δικαστήριο ήθελε διατάξει διαφορετικά, η διαδικασία ή το
μέρος αυτής στο οποίο αφορά η προδικαστική παραπομπή1
, αναστέλλεται μέχρις ότου το Δικαστήριο της
Ευρωπαϊκής Ένωσης εκδώσει προκαταρκτική απόφαση επί του ερωτήματος το οποίο έχει παραπεμφθεί
ενώπιόν του.

Μέρος 4: Έντυπα

4.1 Έντυπα
(1) Τα έντυπα τα οποία παρατίθενται ως Παράρτημα Α στο τέλος των Κανονισμών χρησιμοποιούνται στις
περιπτώσεις στις οποίες αυτά εφαρμόζονται.
(2) Έντυπο μπορεί να διαφοροποιηθεί από το δικαστήριο ή διάδικο αν η διαφοροποίηση απαιτείται από τις
περιστάσεις συγκεκριμένης υπόθεσης.
(3) Έντυπο δεν πρέπει να διαφοροποιείται κατά τρόπο που να παραλείπονται οποιεσδήποτε οδηγίες δίδονται με
το έντυπο στον διάδικο ο οποίος το προσάγει ή να παραλείπεται οποιαδήποτε πληροφόρηση ή καθοδήγηση
δίδεται με το έντυπο στον παραλήπτη.
(4) Όπου οι παρόντες κανονισμοί απαιτούν όπως το δικαστήριο ή διάδικος αποστείλει έντυπο προς χρήση από
άλλο διάδικο, το έντυπο πρέπει να αποστέλλεται χωρίς καμία διαφοροποίηση εκτός ως απαιτείται από τις
περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
(5) Όταν το δικαστήριο ή διάδικος προσκομίσει έντυπο το οποίο εμφανίζεται στο Παράρτημα Α με τα εμβλήματα της
Δημοκρατίας και της Δικαστικής Υπηρεσίας, το έντυπο πρέπει να αναπαράγει τα εμβλήματα στην επικεφαλίδα
της πρώτης σελίδας.

Μέρος 5: Έγγραφα δικαστικής διαδικασίας

5.1 Πρόσβαση σε πληροφορίες
(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο δύναται, με την καταβολή του σχετικού τέλους, να εξασφαλίσει οποιαδήποτε
πληροφορία, η οποία μπορεί να εξαχθεί από επιθεώρηση του μητρώου αγωγών σε οποιαδήποτε αιτία ή θέμα
για το οποίο μπορεί να δώσει τον αριθμό υπόθεσης και τη γενική περιγραφή, και ο πρωτοκολλητής ο οποίος
έχει τη φύλαξη του μητρώου αγωγών του εκδίδει πιστοποιητικό (το οποίο μπορεί να προσαχθεί ως αποδεικτικό
στοιχείο) όπου αναφέρονται οι ημερομηνίες και η γενική περιγραφή των διαφόρων διαδικασιών οι οποίες έχουν
εγερθεί σε τέτοια αιτία ή θέμα.

5.2 Δικαίωμα επιθεώρησης ή λήψης επίσημων αντιγράφων όλων των εγγράφων και διαδικασιών
(1) Οποιοσδήποτε διάδικος σε αιτία ή θέμα δύναται δικαιωματικά να επιθεωρήσει ή να λάβει επίσημα αντίγραφα
όλων των εγγράφων και διαδικασιών σε τέτοια αιτία ή θέμα με την καταβολή του σχετικού τέλους.
Νοείται ότι για την παροχή αντιγράφου της δικαστικής απόφασης, τόσο σε δακτυλογραφημένη όσο και σε
ηλεκτρονική μορφή (εφόσον ο αιτητής προμηθεύσει αποθηκευτικό μέσο ή ηλεκτρονική διεύθυνση), δεν
καταβάλλεται δικαστικό τέλος.

5.3 Έρευνα φακέλου και μητρώων
(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο δεν είναι διάδικος σε αιτία ή θέμα, μπορεί να υποβάλει αίτηση για γενική
έρευνα ή επιθεώρηση των βιβλίων καταχωρίσεων ή του φακέλου της υπόθεσης ή για τη χορήγηση επίσημου
αντίγραφου, πρακτικού, εγγράφου ή τεκμηρίου το οποίο βρίσκεται στον φάκελο. Στην αίτηση παρατίθενται
λεπτομερώς οι λόγοι για τους οποίους αυτή υποβάλλεται.
(2) Η αίτηση εξετάζεται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου στο οποίο φυλάσσονται τα βιβλία ή ο φάκελος της
υπόθεσης ή το δικαστήριο ή τον δικαστή ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση, ανάλογα με την περίπτωση,
και άδεια μπορεί να δοθεί υπό όρους οι οποίοι θα θεωρηθούν κατάλληλοι. Σε περίπτωση που αρμόδιο όργανο,
αρχή ή υπηρεσία της Πολιτείας στο πλαίσιο της εκτέλεσης των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων τους
αιτούνται τη χορήγηση του πρωτότυπου εγγράφου ή τεκμηρίου το οποίο βρίσκεται σε φάκελο υπόθεσης, άδεια
μπορεί να δοθεί υπό όρους οι οποίοι θα θεωρηθούν κατάλληλοι, και πιστοποιημένο αντίγραφο του εγγράφου ή
τεκμηρίου τηρείται στον φάκελο της υπόθεσης.
(3) Υπηρεσιακός φάκελος ο οποίος κατατίθεται ως τεκμήριο σε υπόθεση, επιστρέφεται από το πρωτοκολλητείο στο
αρμόδιο όργανο, αρχή ή υπηρεσία της Πολιτείας από την οποία προέρχεται, μετά το πέρας της διαδικασίας και
αφού παρέλθει η προθεσμία για την καταχώρηση έφεσης.
(4) Σε περίπτωση που όργανο, αρχή ή υπηρεσία της Πολιτείας αιτείται, εκκρεμούσης της υπόθεσης, την προσωρινή
παραλαβή δικού της υπηρεσιακού φακέλου, ο οποίος έχει κατατεθεί ως τεκμήριο σε υπόθεση, η αίτηση
εξετάζεται από το δικαστήριο ή τον δικαστή ενώπιον τού οποίου εκκρεμεί η υπόθεση ανάλογα με την περίπτωση
και άδεια μπορεί να δοθεί υπό όρους οι οποίοι θα θεωρηθούν κατάλληλοι.

5.4 Απαιτήσεις και αιτίες διαχείρισης
(1) Σε απαιτήσεις και αιτίες διαχείρισης και άλλες συναφείς αιτίες, όλοι οι πιστωτές, κληροδόχοι, κληρονόμοι και
δικαιούχοι σύμφωνα με τη διαθήκη, έχουν τα ίδια δικαιώματα για επιθεώρηση όπως οποιοσδήποτε διάδικος.

5.5 Τόπος επιθεώρησης
(1) H επιθεώρηση θα πραγματοποιείται στην παρουσία του πρωτοκολλητή ή δικαστικού λειτουργού σε τέτοιο χρόνο
που να είναι κατάλληλος για αυτόν.

Μέρος 6: Επίδοση
Ενότητα Ι: Ορισμοί και γενικοί κανόνες

6.1 Ορισμοί
(1) «Γραπτή Συμφωνία» περιλαμβάνει, για τον σκοπό συμφωνίας επί της μεθόδου ή του τόπου επίδοσης δυνάμει
του παρόντος κανονισμού, οποιαδήποτε συμφωνία καταρτίζεται μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου,
τηλεομοιότυπου ή επιστολής ή με οποιοδήποτε συνδυασμό των μεθόδων αυτών.
6.2 Επίδοση εντύπου απαίτησης σε περίπτωση γραπτής συμφωνίας αναφορικά με τη μέθοδο και τον τόπο επίδοσης
του εντύπου απαίτησης
(1) Ο γενικός κανόνας είναι ότι το έντυπο απαίτησης μπορεί να επιδοθεί εντός της δικαιοδοσίας με τέτοια μέθοδο
και σε τέτοιο τόπο ως οι διάδικοι ήθελαν συμφωνήσει γραπτώς.
(2) Γραπτή συμφωνία δυνάμει του κανονισμού 6.2(1) του παρόντος Μέρους μπορεί να καταρτιστεί πριν ή μετά την
επίδοση.
6.3 Ιδιωτική επίδοση
(1) (α) H επίδοση, όπως προνοείται στους παρόντες κανονισμούς, του εντύπου
απαίτησης, ειδοποίησης έφεσης, δικογράφου και οποιουδήποτε άλλου δικαστικού εγγράφου, καθώς
και η επίδοση οποιουδήποτε εγγράφου την οποία το δικαστήριο κρίνει ορθό να διατάξει, διενεργείται
από ιδιώτη επιδότη.
(β) Οι πρόνοιες της παραγράφου 1(α), δεν εφαρμόζονται σε επίδοση
οποιουδήποτε εγγράφου το οποίο προέρχεται από κυβερνητικό τμήμα ή υπηρεσία.
(γ) Δικαστικό έγγραφο περιλαμβάνει οποιοδήποτε έγγραφο το οποίο
προέρχεται από αλλοδαπή δικαστική αρχή.
(2) Ιδιώτης επιδότης είναι πρόσωπο δεόντως εξουσιοδοτημένο από το Ανώτατο Δικαστήριο όπως προβλέπεται στο
Παράρτημα Ι Τύπος Ι.
(3) Η ευθύνη ιδιώτη επιδότη αναφορικά με την επίδοση και τη διαδικασία την οποία αυτός οφείλει να ακολουθεί,
καθορίζονται στο Παράρτημα Ι Τύπος ΙΙ.
(4) Η επίδοση από ιδιώτη επιδότη αποτελεί ευθύνη του διαδίκου. Η επιλογή του ιδιώτη επιδότη για
πραγματοποίηση επίδοσης εγγράφου ασκείται από τον διάδικο.
(5) Με την ανάθεση της επίδοσης, ο διάδικος καταβάλλει στον ιδιώτη επιδότη τα σχετικά τέλη τα οποία καθορίζονται
στο Παράρτημα Ι Τύπος ΙΙΙ.

Ενότητα ΙΙ: Επίδοση εντύπου απαίτησης εντός δικαιοδοσίας

6.4 Επίδοση εντύπου απαίτησης σε περίπτωση μη ύπαρξης γραπτής συμφωνίας αναφορικά με τη μέθοδο και τον
τόπο επίδοσης του εντύπου απαίτησης

(1) Όταν οι διάδικοι δεν έχουν συμφωνήσει γραπτώς τη μέθοδο και τον τόπο επίδοσης, η επίδοση γίνεται σύμφωνα
με την παρούσα Ενότητα.
(2) Επίδοση διενεργείται σε κάθε εναγόμενο ο οποίος κατονομάζεται στο έντυπο απαίτησης, με τον τρόπο που
προνοείται στην παρούσα Ενότητα, με πιστοποιημένο αντίγραφο του εντύπου απαίτησης, και τέτοια επίδοση
θεωρείται έγκυρη επίδοση του εντύπου απαίτησης, εκτός αν δικαστής διατάξει διαφορετικά.
(3) (α) Η επίδοση πρέπει, οποτεδήποτε αυτό είναι πρακτικό, να διενεργείται
αφήνοντας το αντίγραφο στο προς επίδοση πρόσωπο, αλλά αν το πρόσωπο αυτό δεν ανευρίσκεται
στην οικία του ή στον συνήθη τόπο εργασίας του, η επίδοση θα θεωρείται ότι διενεργήθηκε αν
αντίγραφο αφεθεί:
(i) σε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειάς του το οποίο φαίνεται να είναι 16 ετών και άνω και
βρισκόταν τότε στην πόλη του ή στο χωριό του ή εντός της περιοχής αυτών∙ ή
(ii) σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο φαίνεται να είναι 16 ετών και άνω και που είναι υπεύθυνο
του χώρου εργασίας του.
Όταν η επίδοση διενεργείται αφήνοντας αντίγραφο σε πρόσωπο άλλο από το προς επίδοση
πρόσωπο στο οποίο έπρεπε να γίνει η επίδοση, η ένορκη δήλωση επίδοσης πρέπει να
αναφέρει (αν η περίπτωση είναι τέτοια) ότι το προς επίδοση πρόσωπο δεν ανευρέθηκε στην
οικία του ή στον συνήθη χώρο εργασίας του.
(β) Η ένορκη δήλωση επίδοσης η οποία οπισθογραφείται ή στην οποία επισυνάπτεται ως τεκμήριο
αντίγραφο του επιδοθέντος εντύπου απαίτησης, βεβαιώνεται ενόρκως και καταχωρίζεται εντός επτά
ημερών από την επίδοση σύμφωνα με το Έντυπο αρ.1.
(4) Η επίδοση στο προς επίδοση πρόσωπο μπορεί να διενεργηθεί σε οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή νύχτας και
σε οποιοδήποτε τόπο και σε οποιαδήποτε ημέρα της βδομάδας. Η παρούσα πρόνοια εφαρμόζεται εξίσου όταν
αφήνεται αντίγραφο σε μέλος της οικογένειας. Σε άλλες περιπτώσεις, το αντίγραφο που θα αφεθεί σε πρόσωπο
το οποίο είναι υπεύθυνο του χώρου εργασίας του προς επίδοση προσώπου, θα αφήνεται κατά τις ώρες
εργασίας και στον χώρο εργασίας.
(5) Όταν παιδί είναι εναγόμενος σε απαίτηση, η επίδοση στον αντιπρόσωπό του, όπως προβλέπεται από τον νόμο,
θεωρείται έγκυρη επίδοση στο παιδί.
(6) Όταν ο εναγόμενος είναι ανίκανο πρόσωπο, η επίδοση στον αντιπρόσωπό του, όπως προβλέπεται από το νόμο,
θεωρείται έγκυρη επίδοση εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.
(7) Στην απουσία οποιασδήποτε νομοθετικής πρόνοιας η οποία να ρυθμίζει ειδικά την επίδοση σε νομικό πρόσωπο,
επίδοση πιστού αντιγράφου του εντύπου απαίτησης ή άλλης κλήσης στον πρόεδρο ή διοικητικό σύμβουλο ή
άλλο ανώτερο υπάλληλο, ή στον ταμία ή γραμματέα τέτοιου νομικού προσώπου, ή η επίδοση τέτοιου αντιγράφου
στο εγγεγραμμένο γραφείο τέτοιου νομικού προσώπου ή στον κύριο χώρο διεξαγωγής των εργασιών του σε
πρόσωπο που εμφανίζεται να είναι εξουσιοδοτημένο να δεχτεί τέτοια επίδοση, θεωρείται έγκυρη επίδοση∙ και
στην περίπτωση οποιασδήποτε εταιρείας μη συσταθείσας στην Κύπρο, το αντίγραφο μπορεί να αφήνεται στον
χώρο διεξαγωγής των εργασιών της στην Κύπρο ή, αν δεν υπάρχει τέτοιος χώρος, σε οποιοδήποτε πρόσωπο
στην Κύπρο το οποίο εμφανίζεται ως εξουσιοδοτημένο να διεκπεραιώνει εργασίες για την εταιρεία στην Κύπρο,
και τέτοια επίδοση του αντιγράφου θεωρείται έγκυρη επίδοση εκτός αν το Δικαστήριο ή ο δικαστής διατάξει
διαφορετικά. Και εάν σε οποιοδήποτε νόμο υπάρχει ειδική πρόνοια για την επίδοση οποιουδήποτε εντύπου
απαίτησης ή άλλης κλήσης σε οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο ή σε οποιοδήποτε σωματείο ή σύλλογο ή
οποιοδήποτε σώμα ή αριθμό προσώπων, συστημένων δυνάμει νόμου ή μη, η επίδοση του πιστού αντιγράφου
του εντύπου απαίτησης μπορεί να διενεργηθεί αναλόγως.
(8) Όταν έχει συνομολογηθεί σύμβαση στην Κύπρο από ή μέσω αντιπροσώπου ο οποίος διαμένει ή διεξάγει
εργασίες στην Κύπρο για λογαριασμό αντιπροσωπευόμενου, ο οποίος διαμένει ή διεξάγει εργασίες εκτός
Κύπρου, το έντυπο απαίτησης σε απαίτηση η οποία σχετίζεται ή αναφύεται από τέτοια σύμβαση μπορεί, κατόπιν
άδειας του δικαστηρίου η οποία δίδεται προτού λήξει η εξουσιοδότηση τέτοιου αντιπροσώπου ή προτού
διακοπούν οι επιχειρηματικές σχέσεις του με τον αντιπροσωπευόμενο, να επιδίδεται σε τέτοιο αντιπρόσωπο.
Ειδοποίηση του διατάγματος το οποίο παρέχει τέτοια άδεια και πιστό αντίγραφο αυτού και του εντύπου
απαίτησης αποστέλλονται αμέσως με προπληρωμένη, διπλοσυστημένη επιστολή στον εναγόμενο ή
εναγόμενους στη διεύθυνση του εναγόμενου ή των εναγόμενων εκτός δικαιοδοσίας∙ νοείται ότι τίποτα στον
παρόντα κανονισμό δεν θα ακυρώνει ή επηρεάζει οποιοδήποτε άλλο τρόπο επίδοσης ο οποίος προβλέπεται
στους παρόντες κανονισμούς.

Ενότητα ΙIΙ: Επίδοση εγγράφων άλλων από το έντυπο απαίτησης εντός Δικαιοδοσίας
6.5 Επίδοση Εγγράφων άλλων από το έντυπο απαίτησης

(1) Οποιαδήποτε ειδοποίηση έφεσης, δικόγραφο ή άλλο δικαστικό έγγραφο, καθώς και επίδοση οποιουδήποτε
εγγράφου το οποίο το δικαστήριο κρίνει ορθό να επιδοθεί ή δοθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο, μπορεί να επιδοθεί
ή δοθεί στη διεύθυνση επίδοσής του αν το πρόσωπο αυτό έχει παράσχει τέτοια διεύθυνση, ενώ σε αντίθετη
περίπτωση, στον τελευταίο γνωστό τόπο διαμονής του ή, αν αυτό είναι αδύνατο, κατόπιν αδείας του
δικαστηρίου, η οποία εξασφαλίζεται με αίτηση χωρίς ειδοποίηση, με οποιοδήποτε από τους τρόπους με τους
οποίους μπορεί έντυπο απαίτησης ή ειδοποίησή του να επιδοθεί ή να δοθεί. Και κάθε τι το οποίο γίνεται σε
οποιαδήποτε διαδικασία για την οποία έχει επιδοθεί ή δοθεί ειδοποίηση σύμφωνα με τους παρόντες
κανονισμούς είναι δεσμευτική για το πρόσωπο στο οποίο επιδίδεται ή το οποίο λαμβάνει ειδοποίηση, είτε
συμμετέχει στη διαδικασία είτε όχι.
(2) Εφόσον η διεύθυνση επίδοσης περιλαμβάνει και τηλεομοιότυπο ή ηλεκτρονική διεύθυνση, γίνεται αποδεκτή η
επίδοση ή παράδοση δικαστικού εγγράφου μέσω τηλεομοιοτυπικής επικοινωνίας ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
(3) Όλα τα έγγραφα ή διαδικασίες, οι οποίες προέρχονται από κυβερνητικό τμήμα ή υπηρεσία των οποίων η
επίδοση μέσω δικαστηρίου απαιτείται δυνάμει οποιουδήποτε Νόμου ή διαδικαστικού κανονισμού, επιδίδονται
με την καταβολή του προβλεπόμενου τέλους. Τέτοιο τέλος καταβάλλεται αρχικά από τον διάδικο από τον οποίο
ή εκ μέρους του οποίου υποβάλλεται αίτηση για τέτοια επίδοση. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται και τα τέλη
καταβάλλονται κατά τον χρόνο καταχώρισης ή έκδοσης των πρωτότυπων εγγράφων ή διαδικασιών και ο
πρωτοκολλητής δύναται να αρνηθεί να καταχωρίσει ή εκδώσει τέτοια πρωτότυπα εκτός αν προσκομιστεί αίτηση
για επίδοση η οποία να φέρει οπισθογραφημένη πιστοποίηση από τον αρμόδιο λειτουργό ότι τα τέλη έχουν
καταβληθεί.
(4) Κάθε έγγραφο το οποίο καλεί πρόσωπο να εμφανιστεί ενώπιον του δικαστηρίου ή δίδει ειδοποίηση σε πρόσωπο
για οποιαδήποτε διαδικασία, η οποία πρόκειται να διεξαχθεί ή εγερθεί ενώπιον του δικαστηρίου, εκτός αν
προβλέπεται διαφορετικά στους παρόντες κανονισμούς, επιδίδεται σε τέτοιο πρόσωπο τουλάχιστον τέσσερεις
ημέρες πριν από την ημέρα κατά την οποία απαιτείται να εμφανιστεί ή κατά την οποία η διαδικασία για την οποία
επιδίδεται ειδοποίηση θα διεξαχθεί ή εγερθεί.
(5) Το δικαστήριο, αν κρίνει κατάλληλο, δύναται να εκδώσει διάταγμα δίδοντας άδεια για σύντομη επίδοση
ειδοποίησης τέτοιου εγγράφου. Σε τέτοια περίπτωση το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τον τόπο διαμονής του
προσώπου στο οποίο θα γίνει η επίδοση, μεριμνά ώστε να δοθεί σε αυτό επαρκής χρόνος για σκοπούς
συμμόρφωσης με την ειδοποίηση. Το δικαστήριο δύναται, κατά την έκδοση του πιο πάνω διατάγματος, να δώσει
και οδηγίες για τον τρόπο επίδοσης του εγγράφου.
Τέτοιο διάταγμα μπορεί να εκδοθεί κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε προσώπου χωρίς ειδοποίηση σε
οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.
(6) Όταν το δικαστήριο εξουσιοδοτεί την επίδοση οποιουδήποτε εγγράφου με σύντομη ειδοποίηση, δεν είναι
αναγκαία η σύνταξη του διατάγματος, αλλά αναγράφεται σημείωση επί του εγγράφου αυτού από τον
πρωτοκολλητή ότι επιδίδεται με τον τρόπο αυτό δυνάμει δικαστικού διατάγματος.
(7) Όταν υποβάλλεται αίτηση για την επίδοση οποιουδήποτε εγγράφου, το προς επίδοση έγγραφο συνοδεύεται από
αντίγραφο και η ένορκη δήλωση επίδοσης οπισθογραφείται ή το αντίγραφο αυτό επισυνάπτεται στην ένορκη
δήλωση ως τεκμήριο.
(8) Όταν γίνει επίδοση ή παράδοση δικαστικού εγγράφου, η βεβαίωση αποστολής μέσω τηλεομοιότυπου ή
ηλεκτρονικού ταχυδρομείου επισυνάπτεται ως τεκμήριο στο αντίγραφο του εγγράφου το οποίο έχει επιδοθεί ή
παραδοθεί και κατατίθεται, όπου αυτό απαιτείται, στο πρωτοκολλητείο.

Ενότητα ΙV: Διεύθυνση επίδοσης
6.6 Διεύθυνση επίδοσης

(1) Κάθε διάδικος σε απαίτηση ή άλλη διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου παρέχει διεύθυνση επίδοσης, η οποία είναι
κατάλληλο μέρος εντός των γεωγραφικών ορίων της επαρχίας στην οποία βρίσκεται το πρωτοκολλητείο του
δικαστηρίου όπου εγείρεται η απαίτηση ή άλλη διαδικασία και στην οποία διεύθυνση μπορούν να αφήνονται
έγγραφα προοριζόμενα για τον διάδικο.
(2) Στην περίπτωση εφέσεων ή άλλης διαδικασίας ενώπιον του Εφετείου κάθε διάδικος παρέχει διεύθυνση επίδοσης
στη Λευκωσία.
(3) Η διεύθυνση επίδοσης, η οποία καθορίζεται στο έντυπο απαίτησης, δικόγραφο ή οποιοδήποτε άλλο δικαστικό
έγγραφο, μπορεί να περιλαμβάνει, εφόσον το επιλέξει ο διάδικος, και επίδοση ή παράδοση μέσω
τηλεομοιότυπου (ΦΑΞ) ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
(4) Η τηλεομοιοτυπική διεύθυνση μπορεί να είναι άλλη από τη διεύθυνση επίδοσης εντός της επαρχίας στην οποία
εκκρεμεί η υπόθεση και μπορεί να ευρίσκεται σε οποιοδήποτε μέρος της Κύπρου.
(5) Αν κατά τη διάρκεια της απαίτησης υπάρξει αλλαγή στη διεύθυνση επίδοσης διαδίκου, ο διάδικος αυτός παρέχει
ειδοποίηση για τη νέα διεύθυνση επίδοσης στον πρωτοκολλητή και σε κάθε άλλο διάδικο, και αν παραλείψει να
το πράξει, θα συνεχίσει να ισχύει η παλιά διεύθυνση επίδοσης. Αν στην παλιά διεύθυνση ο κάτοχος των
υποστατικών αρνείται να επιτρέψει τη χρήση αυτής της διεύθυνσης ως διεύθυνσης επίδοσης, θα είναι επαρκές
αν καταχωρίζεται στην απαίτηση ή έφεση οτιδήποτε προορίζεται για τον διάδικο ο οποίος παραλείπει να δώσει
ειδοποίηση για τη νέα διεύθυνση επίδοσης. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται επίσης σε αντιπρόσωπο παιδιού
ή ανικάνου προσώπου ως διά νόμου προνοείται.
(6) Ο ενάγων δίδει διεύθυνση επίδοσης στο έντυπο απαίτησης και ο εναγόμενος στο σημείωμα εμφάνισης και
οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο στη συνέχεια καθίσταται διάδικος στην απαίτηση ή σε οποιαδήποτε αίτηση στο
πλαίσιο αυτής, δίδει διεύθυνση επίδοσης στο πρώτο έγγραφο το οποίο ο εναγόμενος ή το πρόσωπο καταχωρίζει
στην απαίτηση και στο πρώτο έγγραφο το οποίο επιδίδεται ή παραδίδεται σε σχέση με αυτή. Πρόσωπο το οποίο
είναι ήδη διάδικος στην απαίτηση ή σε αίτηση στο πλαίσιο αυτής, το οποίο επιδίδει ειδοποίηση οποιασδήποτε
διαδικασίας σε πρόσωπο που δεν είναι ήδη διάδικος, δηλώνει τη διεύθυνση επίδοσής του στο επιδιδόμενο
έγγραφο.

Ενότητα V: Επίδοση εκτός δικαιοδοσίας
6.7 Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Πρόσθετες διατάξεις

(1) Δεν απαιτείται άδεια από δικαστήριο για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας όπου εφαρμόζονται τα πιο κάτω:
(α) «O Κανονισμός Επίδοσης», Κανονισμός (ΕΚ) Αρ. 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 περί Επιδόσεως και Κοινοποιήσεως στα Κράτη-Μέλη Δικαστικών
και Εξωδικαστικών Πράξεων σε Αστικές ή Εμπορικές Υποθέσεις, και
(β) ο Κανονισμός (ΕΕ) Αρ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης
Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές
και εμπορικές υποθέσεις που τέθηκε σε ισχύ στις 15 Ιανουαρίου 2015 αντικαθιστώντας τον Κανονισμό
(ΕΚ) Αρ.44/2001 με ισχύ από τις 15 Ιανουαρίου 2015.

6.8 Επίδοση εκτός δικαιοδοσίας: Γενικοί λόγοι
(1) Επίδοση εκτός δικαιοδοσίας εντύπου απαίτησης περιλαμβανομένου εντύπου απαίτησης δυνάμει του Μέρους 8
μπορεί να επιτραπεί από το δικαστήριο όταν:
(α) Εγείρεται απαίτηση για την οποία το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία, δυνάμει της εκάστοτε ισχύουσας
νομοθεσίας.
(β) Εγείρεται απαίτηση για θεραπεία εναντίον προσώπου το οποίο έχει την
κατοικία του ή έχει τη συνήθη διαμονή του εντός της δικαιοδοσίας.
(γ) Εγείρεται απαίτηση για διάταγμα που διατάσσει τον εναγόμενο να τελέσει πράξη ή να απέχει από την
τέλεσή της εντός της δικαιοδοσίας.
(δ) Εγείρεται απαίτηση εναντίον προσώπου («ο εναγόμενος») στο οποίο έχει επιδοθεί ή θα επιδοθεί το
έντυπο απαίτησης (όχι όμως στη βάση της παρούσας παραγράφου) και –
(i) υπάρχει πραγματικό ζήτημα μεταξύ ενάγοντα και εναγόμενου το οποίο είναι
εύλογο κατά το Δικαστήριο να εκδικαστεί∙ και
(ii) ο ενάγων επιθυμεί να επιδώσει το έντυπο απαίτησης σε άλλο πρόσωπο το οποίο είναι
αναγκαίος ή κατάλληλος διάδικος στην εν λόγω απαίτηση.
(ε) Η απαίτηση είναι πρόσθετη απαίτηση, δυνάμει του Μέρους 21 και το προς επίδοση πρόσωπο είναι
αναγκαίος ή κατάλληλος διάδικος στην απαίτηση ή πρόσθετη απαίτηση.
(στ) Εγείρεται απαίτηση εναντίον του εναγόμενου με την εφαρμογή ενός ή περισσοτέρων εκ των
κανονισμών 6.8 (1)(γ) και (η) – (στ) και εγείρεται περαιτέρω απαίτηση εναντίον του ίδιου εναγόμενου η
οποία απορρέει από τα ίδια ή στενά συνδεόμενα γεγονότα.
(ζ) Εγείρεται απαίτηση για ενδιάμεση θεραπεία την οποία έχει δικαιοδοσία να χορηγεί το δικαστήριο
δυνάμει της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας.
(η) Εγείρεται απαίτηση σε σχέση με σύμβαση, όταν η σύμβαση:
(i) έγινε εντός της δικαιοδοσίας∙
(ii) έγινε από ή μέσω αντιπροσώπου ο οποίος εμπορεύεται ή διαμένει εντός της
δικαιοδοσίας∙
(iii) διέπεται από το κυπριακό δίκαιο∙ ή
(iv) περιέχει πρόνοια δυνάμει της οποίας το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφασίζει
οποιαδήποτε απαίτηση σε σχέση με τη σύμβαση.
(θ) Εγείρεται απαίτηση σε σχέση με παράβαση σύμβασης, η οποία διαπράχθηκε εντός της δικαιοδοσίας.
(ι) Εγείρεται απαίτηση για δήλωση ότι δεν υφίσταται σύμβαση σε περίπτωση που αν διαπιστωνόταν η
ύπαρξη της σύμβασης αυτή θα συμμορφωνόταν με τις προϋποθέσεις οι οποίες παρατίθενται στον
κανονισμό 6.10(1).
(κ) Εγείρεται απαίτηση για αστικό αδίκημα όταν:
(i) επήλθε ή θα επέλθει ζημιά εντός της δικαιοδοσίας∙ ή
(ii) η ζημιά η οποία επήλθε ή θα επέλθει προκύπτει από πράξη η οποία διαπράχθηκε ή
πιθανό να διαπραχθεί εντός της δικαιοδοσίας.
(λ) Εγείρεται απαίτηση για εγγραφή και/ή για εκτέλεση απόφασης ή διαιτητικής απόφασης.
(μ) Το αντικείμενο της απαίτησης σχετίζεται πλήρως ή κυρίως με περιουσία εντός της δικαιοδοσίας.
(ν) Εγείρεται απαίτηση σε σχέση με εμπίστευμα το οποίο δημιουργήθηκε δυνάμει νόμου, ή γραπτώς ή
προφορικώς και επιμαρτυρείται γραπτώς, και το οποίο διέπεται από το δίκαιο της Κύπρου.
(ξ) Εγείρεται απαίτηση σε σχέση με εμπίστευμα το οποίο δημιουργήθηκε δυνάμει νόμου, ή γραπτώς ή
προφορικώς και επιμαρτυρείται γραπτώς, και το οποίο προβλέπει ότι δικαιοδοσία σε σχέση με τέτοια
απαίτηση ανατίθεται στα δικαστήρια της Κύπρου.

(ο) Εγείρεται απαίτηση για θεραπεία, η οποία δυνατόν να εξασφαλιστεί σε διαδικασία για τη διαχείριση της
περιουσίας αποθανόντα ο οποίος είχε την κατοικία του εντός της δικαιοδοσίας ή του οποίου η περιουσία
περιλαμβάνει περιουσιακά στοιχεία εντός της δικαιοδοσίας.
(π) Κληρονομική απαίτηση ή αίτηση για διόρθωση λάθους ή παράλειψης σε διαθήκη.
(ρ) Εγείρεται απαίτηση εναντίον εναγόμενου ως εξ επαγωγής εμπιστευματοδόχου, ή ως
εμπιστευματοδόχου απολήγοντος εμπιστεύματος, όταν η απαίτηση προκύπτει από πράξεις οι οποίες
διεπράχθησαν ή συμβάντα τα οποία συνέβησαν εντός της δικαιοδοσίας ή σχετίζεται με περιουσιακά
στοιχεία εντός της δικαιοδοσίας.
(σ) Εγείρεται απαίτηση αποκατάστασης όταν:
(i) η κατ’ ισχυρισμόν ευθύνη του εναγόμενου απορρέει από πράξεις οι οποίες διεπράχθησαν
εντός της δικαιοδοσίας∙ ή
(ii) ο πλουτισμός πραγματοποιείται εντός της δικαιοδοσίας∙ ή
(iii) η απαίτηση διέπεται από το δίκαιο της Κύπρου.
(τ) Εγείρεται απαίτηση από την Κυπριακή Δημοκρατία σε σχέση με δασμούς ή φόρους.

6.9 Επίδοση εκτός δικαιοδοσίας βάσει συμφωνίας
(1) Τηρουμένου οποιουδήποτε σχετικού νόμου ή ισχύουσας συνθήκης ή κανονισμού της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, τα συμβαλλόμενα μέρη σε σύμβαση δύνανται να συμφωνήσουν ότι η επίδοση εντύπου
απαίτησης σε οποιαδήποτε απαίτηση η οποία εγείρεται σε σχέση με τέτοια σύμβαση μπορεί να γίνει
σε οποιοδήποτε τόπο εντός ή εκτός Κύπρου σε οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος ή πρόσωπο εκ
μέρους οποιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους ή με οποιοδήποτε τρόπο καθορίζεται ή υποδεικνύεται
σε τέτοια σύμβαση.
(2) Επίδοση τέτοιου εντύπου απαίτησης στον τόπο (αν υπάρχει) ή στο συμβαλλόμενο μέρος ή στο
πρόσωπο (αν υπάρχει) ή κατά τρόπο (αν υποδεικνύεται) ο οποίος καθορίζεται ή υποδεικνύεται στη
σύμβαση, θεωρείται καλή και αποτελεσματική όπου και αν βρίσκεται η διαμονή των συμβαλλομένων
μερών, και σε περίπτωση που δεν καθορίζεται ή υποδεικνύεται όπως πιο πάνω, τόπος ή τρόπος ή
πρόσωπο, μπορεί να διατάσσεται η επίδοση τέτοιου εντύπου απαίτησης εκτός Κύπρου.

6.10 Η αίτηση υποστηρίζεται από μαρτυρία
(1) Κάθε αίτηση για εξασφάλιση άδειας επίδοσης εντύπου απαίτησης σε εναγόμενο εκτός Κύπρου γίνεται
σύμφωνα με το Μέρος 23 και υποστηρίζεται από μαρτυρία, η οποία ικανοποιεί το δικαστήριο ότι ο
ενάγων έχει εκ πρώτης όψεως καλή αιτία αγωγής και δηλώνει τον τόπο ή χώρα στην οποία ο εν λόγω
εναγόμενος βρίσκεται ή ενδέχεται να βρίσκεται, και κατά πόσον ο εν λόγω εναγόμενος είναι Κύπριος
πολίτης ή όχι, και τους λόγους για τους οποίους καταχωρίζεται η αίτηση, και καμία τέτοια άδεια δεν
παραχωρείται εκτός αν καταστεί επαρκώς εμφανές στο δικαστήριο ή στον δικαστή ότι η υπόθεση είναι
κατάλληλη για επίδοση εκτός Κύπρου, δυνάμει του παρόντος Μέρους.
(2) Όταν επιβάλλεται η διαβίβαση ή αποστολή δικογράφων και άλλων εγγράφων σε αστικές και εμπορικές
υποθέσεις, οι οποίες εκδικάζονται από τα Κυπριακά Δικαστήρια σε άλλη χώρα για επίδοση μέσω της
Κεντρικής Αρχής (υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως), στη βάση Διεθνών ή Διμερών
Συνθηκών οι οποίες υπεγράφησαν με άλλα κράτη, ή ευρωπαϊκών κανονισμών, καταβάλλεται πάγιο
τέλος ύψους €7,00 για τη διαβίβαση ή αποστολή κάθε εγγράφου σε άλλη χώρα, πλέον τα έξοδα
διαβίβασης ή αποστολής των εγγράφων.
(3) Όταν δίδεται άδεια από το δικαστήριο για επίδοση εντύπου απαίτησης σε ξένη χώρα με την οποία
ισχύει ή θα ισχύει σύμβαση με την Κυπριακή Δημοκρατία σε σχέση με τέτοια επίδοση, τότε εφαρμόζεται
η ακόλουθη διαδικασία, τηρουμένων τυχόν ειδικών προνοιών της Σύμβασης:
(4) Διάδικος ο οποίος αιτείται τέτοια επίδοση υποβάλει αίτημα σύμφωνα με το Έντυπο αρ.2 και παραδίδει
στην αρμόδια αρχή στην Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία καθορίζεται δυνάμει της σύμβασης, και σε
περίπτωση που δεν καθορίζεται τέτοια αρχή στη σύμβαση ή για άλλο λόγο η αρχή αυτή αδυνατεί να
αποδεχθεί απευθείας τα έγγραφα, τότε στον πρωτοκολλητή:
(α) το προς επίδοση έγγραφο∙
(β) δύο αντίγραφα αυτού∙
(γ) μετάφρασή του στην επίσημη γλώσσα της χώρας στην οποία θα γίνει η επίδοση, εκτός αν η
εφαρμοζόμενη σύμβαση επιτρέπει διαφορετικά, βεβαιωμένη ενόρκως από ή εκ μέρους του
προσώπου το οποίο προβαίνει στο αίτημα∙ και
(δ) δύο αντίγραφα τέτοιας μετάφρασης.
(5) Διάδικος ο οποίος αιτείται τέτοια επίδοση καταθέτει επίσης στο δικαστήριο το ποσό των €32 για κάθε
πρόσωπο στο οποίο γίνεται επίδοση. Σε περίπτωση που οι δαπάνες του υπουργείου Δικαιοσύνης και
Δημόσιας Τάξης για τέτοια επίδοση δεν ξεπερνούν το ποσό το οποίο κατατέθηκε, το υπόλοιπο
επιστρέφεται από την αρμόδια αρχή ή τον πρωτοκολλητή, κατά περίπτωση, στον διάδικο ο οποίος
προβαίνει στην κατάθεση.
(6) Η αρμόδια αρχή ή ο πρωτοκολλητής, κατά περίπτωση, καταχωρίζει αντίγραφο τού προς επίδοση
εγγράφου και της βεβαιωμένης μετάφρασης (όταν απαιτείται). Σφραγίζει και διαβιβάζει στο υπουργείο
Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης εις διπλούν το προς επίδοση έγγραφο και μαζί σφραγίζει και
διαβιβάζει εις διπλούν τη βεβαιωμένη μετάφραση (όταν απαιτείται) του εν λόγω εγγράφου.
(7) Πιστοποιητικό προξενικού λειτουργού της Δημοκρατίας ή ένορκη δήλωση ενώπιον προξενικού
λειτουργού από το πρόσωπο το οποίο διενεργεί την επίδοση ή επίσημο πιστοποιητικό ή δήλωση,
ενόρκως ή διαφορετικά, η οποία διαβιβάζεται από την κυβέρνηση ή δικαστήριο ξένης χώρας, εφόσον
πιστοποιεί ή δηλώνει ότι το έντυπο απαίτησης ή ειδοποίηση εντύπου απαίτησης έχει επιδοθεί
προσωπικά, ή έχει δεόντως επιδοθεί στον εναγόμενο σύμφωνα με τον νόμο της ξένης χώρας, ή
ανάλογο λεκτικό, θεωρείται επαρκής απόδειξη τέτοιας επίδοσης.
(8) Όταν επίσημο πιστοποιητικό ή δήλωση που διαβιβάζεται σε κυπριακό δικαστήριο όπως προβλέπεται
στον κανονισμό 6.10(7) πιστοποιεί ή δηλώνει ότι οι προσπάθειες επίδοσης εγγράφου ήταν
αναποτελεσματικές, το δικαστήριο δύναται, κατόπιν αίτησης χωρίς ειδοποίηση από τον ενάγοντα, να
διατάξει ότι ο ενάγων δικαιούται να ζητήσει υποκατάστατη επίδοση του εγγράφου.

6.11 Προθεσμία για σημείωμα εμφάνισης
(1) Διάταγμα το οποίο δίδει άδεια για πραγματοποίηση επίδοσης ή στο να δοθεί τέτοια ειδοποίηση θα περιορίζει
τον χρόνο εντός του οποίου ο εναγόμενος οφείλει, μετά την επίδοση ή παράδοση, να καταχωρίσει σημείωμα
εμφάνισης, και ο εν λόγω χρόνος θα εξαρτάται από τον τόπο ή τη χώρα στην οποία ή εντός της οποίας επιδίδεται
το έντυπο απαίτησης ή δίδεται η ειδοποίηση. Τέτοιο διάταγμα περιέχει επίσης οδηγία ότι, αν ο εναγόμενος δεν
καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης εντός του καθορισμένου χρόνου, η ειδοποίηση οποιασδήποτε αίτησης στην
απαίτηση μπορεί να δίδεται μέσω ανάρτησης αντιγράφου στον πίνακα ανακοινώσεων του δικαστηρίου.
(2) Το δικαστήριο, αφού εκδώσει διάταγμα με το οποίο δίδεται άδεια για πραγματοποίηση τέτοιας επίδοσης ή
παράδοση τέτοιας ειδοποίησης, δύναται να απαλλάττει από ή τροποποιεί οποιαδήποτε προθεσμία την οποία
έχει προηγουμένως θέσει εντός της οποίας ο εναγόμενος οφείλει να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης και
δύναται να τροποποιεί οποιαδήποτε συνακόλουθη οδηγία έχει προηγουμένως δώσει.

6.12 Απαλλαγή από υποχρέωση επίδοσης
(1) Το δικαστήριο δύναται σε εξαιρετικές περιπτώσεις να απαλλάττει από την υποχρέωση επίδοσης εντύπου
απαίτησης.
(2) Αίτηση για έκδοση διατάγματος απαλλαγής από την υποχρέωση επίδοσης μπορεί να υποβάλλεται σε
οποιοδήποτε χρόνο και:
(α) πρέπει να υποστηρίζεται από μαρτυρία∙ και
(β) μπορεί να γίνει χωρίς ειδοποίηση.

Ενότητα VΙ: Υποκατάστατη επίδοση εντύπου απαίτησης ή εγγράφου εκτός του εντύπου απαίτησης

6.13 Διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση εντύπου απαίτησης ή εγγράφου εκτός του εντύπου απαίτησης(1) Σε κάθε περίπτωση που ήθελε φανεί στο δικαστήριο ότι λόγω οποιασδήποτε αιτίας δεν είναι εφικτό να επιτευχθεί
εγκαίρως επίδοση με τον τρόπο με τον οποίο προβλέπεται στις Ενότητες ΙΙ ή ΙΙΙ του παρόντος Μέρους, το
δικαστήριο δύναται να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα για υποκατάστατη ή άλλη επίδοση ή για την
υποκατάσταση της ειδοποίησης επίδοσης με οποιοδήποτε τρόπο ήθελε φανεί σε αυτό δίκαιο και ορθό υπό τις
περιστάσεις, περιλαμβανομένης και επίδοσης ή παράδοσης μέσω τηλεομοιότυπου (ΦΑΞ) ή ηλεκτρονικού
ταχυδρομείου, εφόσον αυτά δεν περιλαμβάνονται στη διεύθυνση επίδοσης και δημοσίευσης σε οποιοδήποτε
μέσο με ηλεκτρονική μορφή, ή άλλο ευλόγως προσφερόμενο από την εκάστοτε τεχνολογία, τρόπο.
Νοείται ότι ειδοποίηση έγερσης απαίτησης ή άλλης διαδικασίας η οποία εκδίδεται δυνάμει του παρόντος
κανονισμού και συνάδει με το Έντυπο αρ.3, δεν είναι αναγκαίο να περιλάβει ολόκληρο το κείμενο της απαίτησης
ή άλλης διαδικασίας, αλλά είναι αρκετό να περιλαμβάνει τον αριθμό απαίτησης ή διαδικασίας, το δικαστήριο στο
οποίο η απαίτηση ή διαδικασία εκκρεμεί, τους διάδικους και με συνοπτικό τρόπο τη φύση της διαφοράς και την
αξίωση που διατυπώνεται. Είναι επίσης απολύτως αναγκαίο να προσδιορίζεται είτε η προθεσμία στην οποία ο
διάδικος οφείλει να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης, ή ένσταση ή άλλης δικονομικής φύσεως ενέργεια και αν
υπάρχει ανάγκη εμφάνισης στο δικαστήριο, να καθορίζεται σαφώς η ημερομηνία και ώρα εμφάνισης.
Πρόσθετα στην ειδοποίηση πρέπει να αναφέρεται ότι όλα τα σχετικά έγγραφα είναι διαθέσιμα προς παραλαβή
από το αρμόδιο πρωτοκολλητείο. Για τον σκοπό αυτό, ο ενάγων φροντίζει ώστε να υπάρχει στο πρωτοκολλητείο,
δεόντως πιστοποιημένο, αντίγραφο απαίτησης και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο είναι αναγκαίο να δοθεί στον
διάδικο.
(2) Διάταγμα δυνάμει της παραγράφου 6.13(1) της Ενότητας VI ορίζει τον χρόνο εντός του οποίου ο εναγόμενος
καταχωρίζει το σημείωμα εμφάνισης του εντύπου απαίτησης, και περιέχει επίσης οδηγία ότι σε περίπτωση που
ο εναγόμενος δεν καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης εντός του ορισθέντος χρόνου, ειδοποίηση οποιασδήποτε
αίτησης στην απαίτηση μπορεί να δίδεται μέσω ανάρτησης πιστού αντιγράφου της ειδοποίησης στον πίνακα
ανακοινώσεων του δικαστηρίου.

6.14 Αίτηση για υποκατάστατη επίδοση
(1) Αίτηση στο δικαστήριο για έκδοση διατάγματος για υποκατάστατη ή άλλη επίδοση ή για την υποκατάσταση της
ειδοποίησης επίδοσης υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση η οποία παραθέτει τους λόγους για τους οποίους
γίνεται η αίτηση.

Παράρτημα Ι

Τύπος Ι – Προϋποθέσεις έκδοσης άδειας ιδιώτη επιδότη
(1) Άδεια επιδότη χορηγείται από το Ανώτατο Δικαστήριο εφόσον αυτό διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις
που καθορίζονται στην παράγραφο 5 κατωτέρω και νοουμένου ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει πως η
χορήγηση άδειας δικαιολογείται προς εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του συστήματος ιδιωτικών
επιδόσεων.
(2) Αίτηση για χορήγηση άδειας ιδιώτη επιδότη θα υποβάλλεται στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου
στην περιοχή του οποίου ο επιδότης θα έχει την έδρα του και θα διαβιβάζεται με τις παρατηρήσεις του
Πρωτοκολλητή του οικείου Δικαστηρίου στον Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Διακαστηρίου. Αιτήσεις για τη
χορήγηση άδειας ιδιώτη επιδότη διαβιβάζονται με τις παρατηρήσεις τον Αρχιπρωτοκολλητή στο Ανώτατο
Δικαστήριο προς εξέταση.
(3) Η άδεια χορηγείται επί προσωπικής βάσης. Το δικαίωμα του ιδιώτη επιδότη για διενέργεια επιδόσεων
περιλαμβάνει ολόκληρη την Κύπρο και δεν επιτρέπεται η εκχώρηση ή η ανάθεση της άσκησής του
σ’οποιοδήποτε τρίτο. Σε περίπτωση κατά την οποία επιβάλλεται η επίδοση οποιουδήποτε δικαστικού εγγράφου
σε επαρχία άλλη από την επαρχία εντός της περιφέρειας της οποίας ο ιδιώτης επιδότης διατηρεί την έδρα του,
η επίδοση μπορεί να συντελεστεί, είτε από τον ίδιο τον επιδότη στον οποίο ανατέθηκε η εντολή για επίδοση, είτε
από ιδιώτη επιδότη που διατηρεί γραφείο στη συγκεκριμένη επαρχία, κατόπιν εκχώρησης σ’αυτον της εντολής
για επίδοση. Σε τέτοια περίπτωση θα τηρούνται οι ίδιες προϋποθέσεις περί της χρονολογικής σειράς επίδοσης
και της καταχώρησης στο ειδικό μητρώο που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του Τύπου ΙΙ του Παραρτήματος
Ι του Μέρους 6, ως εάν η επίδοση είχε αρχικά ανατεθεί σε αυτόν. Οποτεδήποτε επιδότης αναλαμβάνει την
επίδοση εγγράφων εκτός της επαρχίας στην περιφέρεια της οποίας διατηρεί την έδρα του, τα δικαιώματα τα
οποία θα καταβάλλονται θα είναι ίσα με το ανώτατο όριο των δικαιωμάτων τα οποία προβλέπονται για την
επαρχία εκείνη.
Νοείται ότι παρέχεται η δυνατότητα επιλογής ιδιώτη επιδότη ο οποίος έχει την έδρα του στην επαρχία όπου
διαμένει το προς ον η επίδοση πρόσωπο, οπόταν τα καταβλητέα τέλη θα είναι ίσα προς το ποσό το οποίο θα
καταβάλλετο εάν η αγωγή καταχωρείτο στην επαρχία εκείνη.
(4) Η άδεια θα ισχύει για περίοδο δύο ετών από την ημερομηνία έκδοσής της και μπορεί να ανανεωθεί.
Νοείται ότι η άδεια επιδότη υπόκειται σε ανάκληση από το Ανώτατο Δικαστήριο
αυτεπαγγέλτως ή μετά από σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή όταν διαπιστώνεται
πλημμελής εκτέλεση καθηκόντων του επιδότη ή όπου οποιοδήποτε προαπαιτούμενο για την έκδοσή της παύει
να υφίσταται.
(5) Για τη χορήγηση άδειας ιδιώτη επιδότη ο αιτητής πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Να είναι ηλικίας μεταξύ 18 και 70 ετών και, προκειμένου περί άρρενος, να είναι απαλλαγμένος
στρατιωτικών υποχρεώσεων·
(β) να κατέχει απολυτήριο σχολείου μέσης εκπαίδευσης·
(γ) να μη βαρύνεται με καταδίκη για αδίκημα που ενέχει το στοιχείο έλλειψης
εντιμότητας ή ηθικής αισχρότητας·
(δ) να είναι κάτοχος άδειας οδηγού·
(ε) να ικανοποιεί ότι διατηρεί από κάθε άποψη τη δυνατότητα για άρτια εκτέλεση των καθηκόντων του,
περιλαμβανομένου και σταθερού χώρου εργασίας, προσιτού στο κοινό.
(6) Πριν από τη χορήγηση άδειας, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να απαιτήσει όπως ο αιτητής παρακολουθήσει
ειδικά μαθήματα και επιτύχει σε εξετάσεις που αναφέρονται στους Θεσμούς.
(7) Πριν από την ανάληψη καθηκόντων ο ιδιώτης επιδότης προβαίνει στην πιο κάτω
διαβεβαίωση ενώπιον δικαστού του Ανώτατου Δικαστηρίου και την υπογράφει—
«Εγώ… … … … … … … … … … … … διαβεβαιώ ότι θα εκτελώ τα καθήκοντά μου καλά και πιστά, σύμφωνα
με τον περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμό και τις οδηγίες του Δικαστηρίου.».

Τύπος ΙΙ – Ευθύνη επιδότη και διαδικασία επίδοσης

(1) Ο ιδιώτης επιδότης ενέχει θέση λειτουργού του Δικαστηρίου.
(2) Ό ιδιώτης επιδότης δε δικαιούται να αρνηθεί την επίδοση εγγράφου εκτός κατόπιν της προς τούτο συγκατάθεσης
του Πρωτοκολλητή του οικείου Δικαστηρίου ή του Αρχιπρωτοκολλητή στην περίπτωση του Ανωτάτου
Δικαστηρίου.
(3) Ο ιδιώτης επιδότης προχωρεί στη διενέργεια της επίδοσης με σπουδή και επιμέλεια.
(4) Ο ιδιώτης επιδότης θα τηρεί μητρώο στο οποίο θα καταχωρίζει τα προς επίδοση έγγραφα κατ’ αύξοντα αριθμό
και ημερομηνία, με τη σειρά παραλαβής τους, όπως και την ημερομηνία επίδοσης. Ο αύξων αριθμός θα
σημειώνεται επί αντιγράφου του εγγράφου του οποίου σκοπείται η επίδοση και αφού μονογραφηθεί από τον
επιδότη, θα παραδίδεται στο διάδικο που ανέθεσε την επίδοση ή το δικηγόρο του.
(5) Η επίδοση γίνεται σύμφωνα με τη χρονική σειρά παράδοσης των εγγράφων για επίδοση εκτός εάν, λόγω ειδικών
περιστάσεων οι οποίες καταγράφονται στο μητρώο, δικαιολογείται η τήρηση άλλης σειράς.
Νοείται ότι αιτήσεις για έκδοση συντηρητικών και άλλων ασφαλιστικών μέτρων, όπως και τα δυνάμει αυτών
εκδοθέντα διατάγματα, επιδίδονται κατά προτεραιότητα. Περαιτέρω νοείται ότι ακολουθεί σε προτεραιότητα η
επίδοση εγγράφων σε διαδικασίες οι οποίες είναι ήδη ορισμένες για εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου.
(6) Η επίδοση ή η αδυναμία επίδοσης, ανάλογα με την περίπτωση, καταχωρίζεται στο μητρώο με τις όποιες
ενδεχόμενες παρατηρήσεις και γνωστοποιείται χωρίς καθυστέρηση στη διεύθυνση επίδοσης.
(7) Το μητρώο θα είναι διαθέσιμο για επιθεώρηση καθ’ οιονδήποτε χρόνο από τον πρωτοκολλητή του οικείου
Δικαστηρίου ή και τον Αρχιπρωτοκολλητή.
(8) Σε περίπτωση αδυναμίας επίδοσης για δεύτερη φορά εντός του πλαισίου της ίδιας ανάθεσης για επίδοση, θα
ειδοποιείται ο ενδιαφερόμενος διάδικος ή ο δικηγόρος του και θα καλούται ανάλογα με την περίπτωση να
παράσχουν πρόσθετα στοιχεία με προοπτική να καταστεί δυνατή η επίδοση στην ίδια διεύθυνση εφόσον
υφίσταται τέτοια δυνατότητα.
(9) (α) Όπου επιτυγχάνεται η επίδοση, τα έγγραφα θα κατατίθενται αμέσως από
τον ιδιώτη επιδότη στο Πρωτοκολλητείο του οικείου Δικαστηρίου ή του Ανωτάτου Δικαστηρίου και το
γεγονός θα γνωστοποιείται από τον ίδιο, στο διάδικο ή το δικηγόρο του. Η επίδοση θα επιμαρτυρείται
με ένορκο δήλωση του επιδότη στο προβλεπόμενο έντυπο.
(β) Όπου η επίδοση καθίσταται ανέφικτη για οποιοδήποτε λόγο, τα έγγραφα θα επιστρέφονται στο διάδικο
ή το δικηγόρο του με το αιτιολογικό της μη επίδοσης.

Τύπος ΙΙΙ – Τέλη Επίδοσης
(1) Ύψος καταβλητέας αμοιβής:
(α) Πάγιο για κάθε έγγραφο €10.50
(β) Επιπλέον για επίδοση σε ακτίνα από το οικείο δικαστήριο:
(i) μέχρι 10 χλμ. €6.00
(ii) μέχρι 20 χλμ. €9.00
(iii) μέχρι 30 χλμ. €13.50
(iv) μέχρι 50 χλμ. €21.00
(v) πέραν των 50 χλμ. €24.00.
(2) Απαγορεύεται η καταβολή καθώς και η είσπραξη οποιουδήποτε άλλου τέλους ή αμοιβής για τη διενέργεια
οποιασδήποτε επίδοσης.

Μέρος 7: Τρόπος έναρξης διαδικασίας: έντυπο απαίτησης

7.1 Τρόπος έναρξης διαδικασίας, ημερομηνία έναρξης και ημερομηνία έγερσης της διαδικασίας για σκοπούς
παραγραφής
(1) Υφίστανται δύο μέθοδοι έναρξης διαδικασίας:
(α) με την καταχώριση εντύπου απαίτησης (Έντυπο αρ.4) δυνάμει του Μέρους 7, ή
(β) με την καταχώριση εντύπου απαίτησης δυνάμει της εναλλακτικής διαδικασίας η οποία καθορίζεται στο
Μέρος 8 (όταν δεν υφίσταται ουσιώδης αμφισβήτηση αναφορικά με γεγονός ή απαιτείται από
κανονισμό).
(2) Διαδικασία αρχίζει όταν το δικαστήριο καταχωρίζει έντυπο απαίτησης κατόπιν αιτήματος του ενάγοντα.
(3) Έντυπο απαίτησης καταχωρίζεται κατά την ημερομηνία η οποία σημειώνεται στο έντυπο από το δικαστήριο.
(4) Πρόσωπο το οποίο επιζητεί θεραπεία από το δικαστήριο πριν από την έναρξη διαδικασίας ή σε σχέση με
διαδικασία η οποία λαμβάνει ή θα λάβει χώρα σε άλλη δικαιοδοσία, οφείλει να υποβάλει αίτηση δυνάμει του
Μέρους 23.
(5) Όταν ο ενάγων διαμένει στην Κύπρο, έντυπο απαίτησης το οποίο παρουσιάζεται από δικηγόρο δεν
καταχωρίζεται εκτός αν συνοδεύεται από γραπτό έντυπο διορισμού δικηγόρου σύμφωνα με το Έντυπο αρ.5.
(6) Όταν ο ενάγων είναι αναλφάβητος, το έντυπο διορισμού δικηγόρου δυνάμει της παραγράφου (5) επιβεβαιώνεται
από πρωτοκολλητή, πιστοποιούντα υπάλληλο ή δύο ικανούς μάρτυρες. οι οποίοι δεν είναι δικηγορικοί
υπάλληλοι.
(7) Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο (5) πιο πάνω, έντυπο απαίτησης μπορεί να καταχωριστεί κατόπιν άδειας
του δικαστηρίου, χωρίς να συνοδεύεται από έντυπο διορισμού δικηγόρου εφόσον αποδειχθεί καλή αιτία.

7.2 Τίτλος εντύπου απαίτησης
(1) To έντυπο απαίτησης πρέπει να φέρει επικεφαλίδα με τον τίτλο της διαδικασίας περιλαμβανομένου του πλήρους
ονόματος κάθε διαδίκου. Πλήρες όνομα σημαίνει, σε κάθε περίπτωση που αυτό είναι γνωστό:
(α) στην περίπτωση ατόμου, το πλήρες μη συντομογραφημένο όνομά του και τον τίτλο με τον οποίο είναι
γνωστό.
(β) στην περίπτωση ατόμου το οποίο διεξάγει εργασίες με όνομα άλλο από το δικό του όνομα, το πλήρες
μη συντομογραφημένο όνομα τού ατόμου μαζί με τον τίτλο με τον οποίο είναι γνωστό, και την πλήρη
εμπορική επωνυμία,
(γ) στην περίπτωση συνεταιρισμού.
(i) όταν οι συνεταίροι ενάγονται στο όνομα του συνεταιρισμού, το πλήρες όνομα με το οποίο είναι
γνωστός ο συνεταιρισμός, περιλαμβανομένου επιθήματος, ή
(ii) όταν οι συνέταιροι ενάγονται ως άτομα, το πλήρες μη συντομογραφημένο όνομα τού κάθε
συνεταίρου και τον τίτλο με τον οποίο είναι γνωστός.
(δ) στην περίπτωση εταιρείας εγγεγραμμένης στη Δημοκρατία, το πλήρες εγγεγραμμένο όνομα,
περιλαμβανομένου επιθήματος, αν υπάρχει.
(ε) στην περίπτωση οποιασδήποτε άλλης εταιρείας ή νομικής οντότητας, την πλήρη επωνυμία με την
οποία είναι γνωστή, περιλαμβανομένου επιθήματος, όπου αυτό είναι αρμόζον.

7.3 Διεύθυνση στην οποία διαμένει ή διεξάγει εργασίες ο εναγόμενος
(1) Όταν ο εναγόμενος είναι φυσικό πρόσωπο, ο ενάγων οφείλει (αν είναι σε θέση να το πράξει) να περιλάβει στο
έντυπο απαίτησης τη διεύθυνση στην οποία διαμένει ή διεξάγει εργασίες ο εναγόμενος. Αυτή η παράγραφος
εφαρμόζεται έστω και αν ο δικηγόρος του εναγόμενου έχει συμφωνήσει να αποδεχθεί επίδοση εκ μέρους του
εναγόμενου.

7.4 Έκθεση απαίτησης
(1) Έκθεση απαίτησης πρέπει:
(α) να περιέχεται στο έντυπο απαίτησης και να επιδίδεται με αυτό, ή
(β) να καταχωρίζεται εντός 28 ημερών από την επίδοση του εντύπου απαίτησης και να επιδίδεται
στη συνέχεια από τον ενάγοντα στον εναγόμενο όσο συντομότερα είναι εφικτό.
(Στο Μέρος 16 παρατίθεται τι πρέπει να περιέχεται στην έκθεση απαίτησης).
(Το Μέρος 22 απαιτεί επιβεβαίωση της έκθεσης απαίτησης με δήλωση αληθείας)

7.5 Επίδοση εντύπου απαίτησης
(1) Το έντυπο απαίτησης επιδίδεται σύμφωνα με το Μέρος 6.

7.6 Ανανέωση εντύπου απαίτησης και παράταση χρόνου επίδοσης
(1) Κανένα έντυπο απαίτησης δεν ισχύει για περίοδο πέραν των 12 μηνών από την ημέρα καταχώρισής του
περιλαμβανομένης αυτής, αλλά αν δεν επιδόθηκε σε εναγόμενο ο οποίος κατονομάζεται σε αυτό, ο ενάγων
δύναται, πριν από τη λήξη των 12 μηνών, να αιτηθεί την έκδοση διατάγματος ανανέωσης τού εντύπου
απαίτησης, και το δικαστήριο δύναται, αν ικανοποιηθεί ότι έχουν γίνει εύλογες προσπάθειες για επίδοση σε
τέτοιο εναγόμενο, ή για άλλη καλή αιτία, να διατάξει την ανανέωση του εντύπου απαίτησης για έξι μήνες από την
ημερομηνία ανανέωσης περιλαμβανομένης αυτής, και από καιρού εις καιρόν κατά τη διάρκεια ισχύος του
ανανεωμένου εντύπου απαίτησης. Σε τέτοια περίπτωση, στο έντυπο απαίτησης σημειώνεται από τον
πρωτοκολλητή η φράση «Ανανεώθηκε, δυνάμει διατάγματος ημερομηνίας …………….. την ημέρα……………..
20…..» ή λεκτικό με ανάλογη έννοια˙ έντυπο απαίτησης το οποίο ανανεώνεται με τον τρόπο αυτό παραμένει σε
ισχύ και αποτελεί λόγο για παρεμπόδιση της εφαρμογής οποιουδήποτε νόμου, δυνάμει του οποίου ο χρόνος
έναρξης της απαίτησης μπορεί να περιοριστεί, και για κάθε άλλο σκοπό, από την ημερομηνία καταχώρισης του
αρχικού εντύπου απαίτησης.
(2) Μετά την ανανέωση του εντύπου απαίτησης, κάθε πιστό αντίγραφο το οποίο χρησιμοποιείται για επίδοση θα
φέρει αντίγραφο του λεκτικού του πρωτότυπου εντύπου απαίτησης υποδηλώνοντας ότι έχει ανανεωθεί.

7.7 Αίτηση εναγόμενου για επίδοση εντύπου απαίτησης
(1) Όταν έχει καταχωριστεί έντυπο απαίτησης εναντίον εναγόμενου, αλλά δεν έχει ακόμη επιδοθεί, ο εναγόμενος
δύναται να επιδώσει ειδοποίηση στον ενάγοντα απαιτώντας από τον ενάγοντα να επιδώσει το έντυπο απαίτησης
ή να διακόψει την απαίτηση εντός προθεσμίας η οποία ορίζεται στην ειδοποίηση.
(2) Η προθεσμία η οποία ορίζεται στην ειδοποίηση η οποία επιδίδεται, δυνάμει της παραγράφου (1) πρέπει να είναι
τουλάχιστον 14 ημέρες από την επίδοση της ειδοποίησης.
(3) Αν ο ενάγων παραλείψει να συμμορφωθεί με την ειδοποίηση, το δικαστήριο δύναται, κατόπιν αίτησης του
εναγόμενου:
(α) να απορρίψει την απαίτηση, ή
(β) να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα κρίνει δίκαιο.

7.8 Συγκεκριμένες διατάξεις σε σχέση με συνεταιρισμούς
(1) Οποιαδήποτε δύο ή περισσότερα πρόσωπα τα οποία έχουν απαίτηση ή ευθύνονται ως συνεταίροι και διεξάγουν
εργασίες στην Κύπρο δύνανται να ενάγουν ή να ενάγονται στο όνομα τού συνεταιρισμού στο οποίο τα πρόσωπα
αυτά είναι συνεταίροι κατά τον χρόνο γένεσης της αιτίας αγωγής.
(2) Διάδικος σε απαίτηση από ή εναντίον συνεταιρισμού δύναται να αιτηθεί από δικαστήριο κατάσταση με τα
ονόματα και τόπους διαμονής όλων των προσώπων τα οποία αποτελούσαν τον συνεταιρισμό κατά τον χρόνο
ή την περίοδο που σχετίζονται με την απαίτηση, η οποία να δοθεί με τέτοιο τρόπο και να βεβαιωθεί ενόρκως ή
διαφορετικά σύμφωνα με οποιεσδήποτε οδηγίες του δικαστηρίου.
(3) Όταν καταχωρίζεται έντυπο απαίτησης από συνεταίρους στο όνομα του συνεταιρισμού, οι ενάγοντες ή οι
δικηγόροι τους, κατόπιν γραπτού αιτήματος από ή εκ μέρους οποιουδήποτε εναγόμενου, δηλώνουν αμέσως και
γραπτώς, εντός 10 ημερών από τέτοιο αίτημα, τα ονόματα και τους τόπους διαμονής όλων των προσώπων τα
οποία αποτελούν τον εν λόγω συνεταιρισμό κατά τον χρόνο ή τη σχετική με την απαίτηση περίοδο.
(4) Αν οι ενάγοντες ή οι δικηγόροι τους παραλείψουν να συμμορφωθούν με τέτοιο αίτημα, η απαίτηση μπορεί,
κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε διαδίκου, να ανασταλεί με τέτοιους όρους σύμφωνα με οποιεσδήποτε οδηγίες
του δικαστηρίου.
(5) Όταν, σύμφωνα με τέτοιο αίτημα, δηλώνονται τα ονόματα των συνεταίρων, η απαίτηση προχωρεί κατά τον ίδιο
τρόπο, και ακολουθούν οι ίδιες από κάθε άποψη συνέπειες ωσάν αυτοί να είχαν κατονομαστεί ως ενάγοντες
στο έντυπο απαίτησης και όλες οι διαδικασίες συνεχίζουν στο όνομα του συνεταιρισμού.
(6) Όταν πρόσωπα ενάγονται ως συνεταίροι στο όνομα του συνεταιρισμού τους, το έντυπο απαίτησης επιδίδεται
είτε
(α) σε οποιοδήποτε ή σε περισσότερους από τους συνεταίρους, είτε
(β) στον κύριο τόπο διεξαγωγής των εργασιών του συνεταιρισμού στην Κύπρο, σε πρόσωπο το οποίο
έχει, κατά τον χρόνο επίδοσης, τον έλεγχο ή τη διαχείριση των εργασιών του συνεταιρισμού στον τόπο εκείνο.
(7) Τηρουμένων των προνοιών των παρόντων κανονισμών, τέτοια επίδοση θεωρείται έγκυρη επίδοση στον
συνεταιρισμό ο οποίος ενάγεται, είτε οποιοδήποτε από τα μέλη του βρίσκεται εκτός Κύπρου είτε όχι, και δεν
απαιτείται οποιαδήποτε άδεια για καταχώριση εντύπου απαίτησης εναντίον τους.
(8) Στην περίπτωση συνεταιρισμού ο οποίος έχει διαλυθεί πριν από την καταχώριση της απαίτησης εν γνώσει του
ενάγοντα, το έντυπο απαίτησης επιδίδεται σε κάθε πρόσωπο στην Κύπρο το οποίο επιδιώκεται να καταστεί
υπόλογο.

(9) Όταν καταχωρίζεται έντυπο απαίτησης εναντίον συνεταιρισμού και επιδίδεται σύμφωνα με τον κανονισμό 7.8(6)
κάθε πρόσωπο στο οποίο επιδίδεται, ενημερώνεται με γραπτή ειδοποίηση ως το Έντυπο αρ.6 η οποία δίδεται
κατά τον χρόνο της επίδοσης, είτε του επιδίδεται ως συνεταίρου είτε ως προσώπου το οποίο έχει τον έλεγχο ή
τη διαχείριση των εργασιών του συνεταιρισμού, είτε και υπό τις δύο ιδιότητες.
(10) Στην απουσία τέτοιας ειδοποίησης, το πρόσωπο στο οποίο γίνεται επίδοση θεωρείται ότι του έγινε επίδοση ως
συνεταίρου.
(11) Όταν πρόσωπα ενάγονται ως συνέταιροι στο όνομα τού συνεταιρισμού, το σημείωμα εμφάνισης μπορεί να
καταχωρίζεται στο όνομα τού συνεταιρισμού ή στο όνομα τού κάθε συνεταίρου ξεχωριστά, αλλά όλες οι
επακόλουθες διαδικασίες συνεχίζουν, παρόλα αυτά, στο όνομα τού συνεταιρισμού.
(12) Όταν επιδίδεται έντυπο απαίτησης σε πρόσωπο το οποίο έχει τον έλεγχο ή τη διαχείριση των εργασιών του
συνεταιρισμού, και ο συνεταιρισμός καταχωρίζει σημείωμα εμφάνισης, δεν είναι αναγκαίο για το πρόσωπο αυτό
να καταχωρίζει σημείωμα εμφάνισης επ’ ονόματί του.
(13) Πρόσωπο στο οποίο γίνεται επίδοση ως συνεταίρου, αλλά αρνείται ότι ήταν συνέταιρος ή υπείχε ευθύνη υπό
αυτή την ιδιότητα κατά οποιοδήποτε ουσιώδη χρόνο, δύναται κατά την καταχώριση σημειώματος εμφάνισης να
δηλώσει ότι το πράττει ως «πρόσωπο στο οποίο έγινε επίδοση ως συνέταιρος στον εναγόμενο συνεταιρισμό,
αλλά αρνείται ότι ήταν συνέταιρος καθ’ οιονδήποτε ουσιώδη χρόνο».
(14) Τέτοιο σημείωμα εμφάνισης, για όσο διάστημα ισχύει, θεωρείται σημείωμα εμφάνισης εκ μέρους του
συνεταιρισμού.
(15) Αν πρόσωπο προβαίνει σε δήλωση ως το (13) κατά τη καταχώριση σημειώματος εμφάνισης δυνάμει του Μέρους
10, τότε:
(α) ο ενάγων δύναται να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο για διαγραφή της δήλωσης στη βάση ότι το
πρόσωπο το οποίο προέβη στη δήλωση ήταν συνέταιρος ή υπείχε ευθύνη ως τέτοιος, ή δύναται να
αφήσει το ζήτημα αυτό να αποφασιστεί σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, ή
(β) το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στη δήλωση κατά την καταχώριση σημειώματος εμφάνισης δύναται
να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο για παραμερισμό της επίδοσης σε αυτό στη βάση ότι δεν ήταν
συνέταιρος ή δεν υπείχε ευθύνη ως τέτοιος ή δύναται με την υπεράσπισή του να αρνηθεί είτε το ένα
είτε και τα δύο πιο κάτω:
(i) την ευθύνη του ως συνέταιρος,
(ii) την ευθύνη του εναγόμενου συνεταιρισμού σε σχέση με την απαίτηση του ενάγοντα.
(16) Κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε εκ των διαδίκων κατά οποιονδήποτε χρόνο, μπορεί να εκδοθεί διάταγμα όπως
η ευθύνη του προσώπου στο οποίο επιδίδεται και η ευθύνη του εναγόμενου συνεταιρισμού εκδικαστούν με
τέτοιο τρόπο και σε τέτοιους χρόνους ως το δικαστήριο κρίνει κατάλληλο.

Μέρος 8: Εναλλακτική διαδικασία για απαιτήσεις

8.1 Τύποι απαίτησης όπου δύναται να ακολουθείται η διαδικασία του Μέρους 8
(1) Η διαδικασία του Μέρους 8 είναι η διαδικασία η οποία παρατίθεται στο Μέρος αυτό.
(2) Ενάγων δύναται να κάνει χρήση της διαδικασίας του Μέρους 8 όταν:
(α) ο ενάγων ζητεί απόφαση του δικαστηρίου αναφορικά με ζήτημα όπου πιθανόν να μην υπάρχει
ουσιώδης αμφισβήτηση γεγονότων ∙ ή
(β) εφαρμόζεται η παράγραφος (4) ή η παράγραφος (5).
(3) Ζητήματα για τα οποία ζητείται απόφαση του δικαστηρίου και για τα οποία μπορεί να είναι κατάλληλη η
διαδικασία του Μέρους 8 περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται, στα ακόλουθα:
(α) ερμηνεία νομοθεσίας ή δευτερογενούς νομοθεσίας∙
(β) ερμηνεία σύμβασης∙
(γ) ερμηνεία διαθήκης∙
(δ) ερμηνεία εγγράφου∙
(ε) απαίτηση εμπιστευματοδόχου για άδεια του δικαστηρίου σε σχέση με την πραγματοποίηση
οποιουδήποτε συγκεκριμένου βήματος και δεν υφίσταται οποιαδήποτε αμφισβήτηση ή ουσιώδης
αμφισβήτηση γεγονότων,
(στ) απαίτηση από ή εναντίον παιδιού ή ανίκανου προσώπου η οποία έχει διευθετηθεί πριν από την έναρξη
δικαστικής διαδικασίας και μοναδικός σκοπός της απαίτησης είναι η εξασφάλιση της έγκρισης του
δικαστηρίου για τον διακανονισμό.
(4) Η διαδικασία του Μέρους 8 μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται για οποιαδήποτε απαίτηση ή αίτηση σε σχέση με
την οποία νόμος ή κανονισμός προνοεί όπως η απαίτηση ή αίτηση εγείρεται με εναρκτήρια κλήση, αίτηση ή άλλη
εναρκτήρια διαδικασία, εκτός όταν νόμος ή κανονισμός προβλέπει διακριτή διαδικασία.
(5) Κανονισμός μπορεί, σε σχέση με καθορισμένο τύπο διαδικασίας:
(α) να απαιτεί ή επιτρέπει τη χρήση της διαδικασίας του Μέρους 8∙ και
(β) να μην εφαρμόζει ή να τροποποιεί οποιουσδήποτε από τους κανονισμούς
που παρατίθενται στο Μέρος αυτό ως εφαρμόζονται σε τέτοιες διαδικασίες.
(6) Το δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε στάδιο να διατάξει τη συνέχιση της απαίτησης ως εάν ο ενάγων να μην
είχε κάνει χρήση της διαδικασίας του Μέρους 8, αλλά να είχε αντ’ αυτής κάνει χρήση της διαδικασίας του Μέρους
7 και, εφόσον το πράξει, το δικαστήριο δύναται να δώσει οδηγίες με όποιο τρόπο κρίνει κατάλληλο.
(7) Η παράγραφος (2) δεν εφαρμόζεται αν κανονισμός προνοεί ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η διαδικασία του
Μέρους 8 σε σχέση με τον τύπο της εν λόγω απαίτησης.
(8) Όταν ο ενάγων χρησιμοποιεί τη διαδικασία του Μέρους 8, δεν δύναται να εξασφαλίσει απόφαση ερήμην, δυνάμει
του Μέρους 13.

8.2 Έντυπο Απαίτησης
(1) Όταν ο ενάγων κάνει χρήση του εντύπου απαίτησης της διαδικασίας του Μέρους 8 (Έντυπο αρ.7) και το έντυπο
καταχωρίζεται, το έντυπο πρέπει να δηλώνει:
(α) ότι εφαρμόζεται το παρόν Μέρος∙
(β) (i) το ζήτημα για το οποίο ο ενάγων ζητεί από το δικαστήριο να
αποφασίσει∙ ή
(ii) τη θεραπεία την οποία ο ενάγων ζητεί και τη νομική βάση της απαίτησης.
(γ) αν η απαίτηση γίνεται δυνάμει νομοθεσίας, τη νομοθεσία αυτή∙
(δ) αν ο ενάγων απαιτεί υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα, την ιδιότητα αυτή∙ και
(ε) αν ο εναγόμενος ενάγεται υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα, την ιδιότητα αυτή.
(στ) την αξία του αντικειμένου της διαφοράς εφόσον αυτή μπορεί να
προσδιοριστεί..
(2) Το έντυπο απαίτησης καταχωρίζεται όταν σφραγίζεται από το δικαστήριο.
(3) Όταν ο ενάγων εκπροσωπείται από δικηγόρο, πρέπει να καταχωρίζεται έντυπο διορισμού δικηγόρου (Έντυπο
αρ.5) και να εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Μέρους 7.1(5) μέχρι (7).

8.3 Καταχώριση και επίδοση γραπτής μαρτυρίας από τον ενάγοντα
(1) Ο ενάγων οφείλει να καταχωρίσει οποιαδήποτε γραπτή μαρτυρία στην οποία προτίθεται να βασιστεί κατά την
καταχώριση του εντύπου απαίτησης.
(2) Η μαρτυρία του ενάγοντα πρέπει να επιδίδεται στον εναγόμενο μαζί με το έντυπο απαίτησης.
(3) Ο ενάγων δύναται να βασίζεται σε θέματα τα οποία παρατίθενται στο έντυπο απαίτησης ως μαρτυρία, δυνάμει
του παρόντος κανονισμού, αν το έντυπο απαίτησης επιβεβαιώνεται με δήλωση αληθείας.

8.4 Σημείωμα εμφάνισης
(1) Ο εναγόμενος, οφείλει:
(α) να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης σύμφωνα με το Έντυπο αρ.8 εντός 14 ημερών από την επίδοση
του εντύπου απαίτησης∙ και
(β) να παραδώσει το σημείωμα εμφάνισης στον ενάγοντα και σε οποιονδήποτε άλλο διάδικο.
(2) Το σημείωμα εμφάνισης πρέπει να αναφέρει:
(α) κατά πόσον ο εναγόμενος αμφισβητεί την απαίτηση∙
(β) κατά πόσον ο εναγόμενος δεν αμφισβητεί την απαίτηση ή αμφισβητεί μόνο μέρος αυτής∙ ή/και
(γ) την εν λόγω θεραπεία, αν ο εναγόμενος ζητεί άλλη θεραπεία από την
καθοριζόμενη στο έντυπο απαίτησης˙ και
(δ) κατά πόσον αμφισβητεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου.
(3) Όταν ο εναγόμενος εκπροσωπείται από δικηγόρο, πρέπει να καταχωρίζεται έντυπο διορισμού δικηγόρου
σύμφωνα με το Έντυπο αρ.11.
(4) Τηρουμένων των πιο πάνω, εφαρμόζονται οι κανονισμοί του Μέρους 10 (σημείωμα εμφάνισης).

8.5 Διαδικασία όπου ο εναγόμενος ενίσταται στη χρήση της διαδικασίας του Μέρους 8
(1) Όταν ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η διαδικασία του Μέρους 8 δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί διότι:
(α) υφίσταται ουσιώδης αμφισβήτηση γεγονότων∙ και
(β) η χρήση της διαδικασίας του Μέρους 8 δεν απαιτείται ή επιτρέπεται από κανονισμό,
ο εναγόμενος οφείλει να δηλώνει τους λόγους κατά την καταχώριση τού σημειώματος εμφάνισης μαζί με
οποιαδήποτε γραπτή μαρτυρία σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους ενίσταται στη χρήση της διαδικασίας
του Μέρους 8.
(2) Όταν το δικαστήριο λάβει το σημείωμα εμφάνισης μαζί με οποιαδήποτε γραπτή μαρτυρία, δίδει οδηγίες για τη
μελλοντική διαχείριση της υπόθεσης.

8.6 Συνέπειες μη καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης
(1) Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται όταν:
(α) ο εναγόμενος παραλείπει να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης∙ και
(β) η προθεσμία για να το πράξει έχει εκπνεύσει.
(2) Σε τέτοια περίπτωση:
(i) Το δικαστήριο δύναται να προχωρήσει στην απουσία του εναγόμενου.
(ii) Ο εναγόμενος δύναται να παρίσταται στην ακρόαση της απαίτησης, αλλά δεν δύναται να λαμβάνει
μέρος στην ακρόαση, εκτός αν δοθεί άδεια από το δικαστήριο.
(3) Οι πρόνοιες του Μέρους 14 εφαρμόζονται, με τις απαραίτητες διαφοροποιήσεις, σε περιπτώσεις όπου ο
εναγόμενος δεν έχει καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης και δεν έχει εμφανιστεί στην ακρόαση.

8.7 Ένσταση
(1) Όταν ο εναγόμενος αμφισβητεί την απαίτηση ή αξιώνει διαφορετική θεραπεία, ο εναγόμενος οφείλει να
καταχωρίσει και επιδώσει στους άλλους διαδίκους ένσταση στο Έντυπο αρ.9 εντός 28 ημερών από την
καταχώριση τού σημειώματος εμφάνισης.
(2) Στην ένσταση πρέπει να δηλώνονται:
(α) η ένσταση του εναγόμενου στο σύνολο ή μέρος της απαίτησης∙
(β) περιεκτικά οι συγκεκριμένοι λόγοι της ένστασης∙ και
(γ) η συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια ή ο συγκεκριμένος κανονισμός στα οποία αυτή στηρίζεται.
(3) Εναγόμενος ο οποίος επιθυμεί να βασιστεί σε γραπτή μαρτυρία οφείλει να την καταχωρίσει μαζί με την ένσταση
και να την επιδώσει σε όλους τους διαδίκους.

8.8 Μαρτυρία: γενικά
(1) Γραπτή μαρτυρία η οποία δεν έχει καταχωριστεί και επιδοθεί σύμφωνα με τον κανονισμό 8.3 και 8.7 δεν
λαμβάνεται υπόψη στην ακρόαση της απαίτησης εκτός αν το δικαστήριο το επιτρέψει.
(2) Το δικαστήριο δύναται να απαιτήσει από ή να επιτρέψει σε διάδικο να προσκομίσει προφορική μαρτυρία στην
ακρόαση.
(3) Το δικαστήριο δύναται να επιτρέψει σε διάδικο για καλό λόγο να προσκομίσει περαιτέρω γραπτή μαρτυρία.
(4) Το δικαστήριο δύναται να δώσει οδηγίες με τις οποίες να απαιτεί την παρουσία για αντεξέταση μάρτυρα ο οποίος
έχει δώσει γραπτή μαρτυρία.

8.9 Διαχείριση απαίτησης
(1) Το δικαστήριο ορίζει ημερομηνία για διαχείριση της απαίτησης κατόπιν αίτησης διαδίκου ή αυτεπάγγελτα, όσο
συντομότερα αυτό είναι εφικτό μετά που ο εναγόμενος:
(α) έχει καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης δηλώνοντας ότι δεν αμφισβητεί την
απαίτηση ή μέρος αυτής∙ ή
(β) έχει καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης δηλώνοντας ότι αμφισβητεί την απαίτηση και έχει καταχωρίσει
τη γραπτή μαρτυρία∙ ή
(γ) παρέλειψε να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης ή γραπτή μαρτυρία.

Μέρος 9: Απάντηση σε έκθεση απαίτησης: γενικά

9.1 Πεδίο εφαρμογής του παρόντος Μέρους
(1) Στο παρόν Μέρος παρατίθεται ο τρόπος με τον οποίο ο εναγόμενος δύναται να απαντήσει σε έκθεση απαίτησης.
(2) Όταν ο εναγόμενος λαμβάνει έντυπο απαίτησης το οποίο αναφέρει ότι η έκθεση απαίτησης θα ακολουθήσει, δεν
είναι αναγκαίο ο εναγόμενος να ανταποκριθεί στην απαίτηση μέχρις ότου γίνει επίδοση της έκθεσης απαίτησης.

9.2 Υπεράσπιση, παραδοχή ή σημείωμα εμφάνισης
(1) Όταν επιδίδεται στον εναγόμενο έκθεση απαίτησης, ο εναγόμενος δύναται:
(α) να καταχωρίσει ή επιδώσει παραδοχή σύμφωνα με το Μέρος 15 για όλη ή μέρος της απαίτησης∙
(β) να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης σύμφωνα με το Μέρος 10 και στη συνέχεια να καταχωρίσει
υπεράσπιση σύμφωνα με το Μέρος 17.

Μέρος 10: Σημείωμα εμφάνισης

10.1 Σημείωμα εμφάνισης
(1) Το παρόν Μέρος αφορά στη διαδικασία καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης.
(2) Όταν ο ενάγων κάνει χρήση της διαδικασίας η οποία παρατίθεται στο Μέρος 8 (εναλλακτική διαδικασία για
απαιτήσεις), το παρόν Μέρος εφαρμόζεται υπό την αίρεση των διαφοροποιήσεων, οι οποίες παρατίθενται στον
κανονισμό 8.4.
(3) Ο εναγόμενος οφείλει να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης (Έντυπο αρ.10) αν επιθυμεί να αμφισβητήσει την
απαίτηση ή μέρος αυτής.
(4) Όταν ο εναγόμενος έχει καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης, οφείλει να παραδώσει αντίγραφο τού
καταχωρηθέντος σημειώματος σε κάθε ενάγοντα και κάθε άλλο διάδικο.
(5) Αν ο εναγόμενος επιθυμεί να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου ή να ισχυριστεί ότι το δικαστήριο δεν
θα πρέπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του, τότε ο εναγόμενος οφείλει να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης
σημειώνοντας την κατάλληλη επιλογή στο Έντυπο αρ.10.
(6) Το σημείωμα εμφάνισης πρέπει να υπογράφεται από τον εναγόμενο ή τον δικηγόρο του εναγόμενου.
(7) Όταν ο εναγόμενος είναι νομικό πρόσωπο, πρόσωπο το οποίο κατέχει ανώτερο αξίωμα στο εν λόγω νομικό
πρόσωπο, δύναται να υπογράψει το σημείωμα εμφάνισης εκ μέρους του εναγόμενου, αλλά οφείλει να δηλώσει
τη θέση την οποία κατέχει.
(8) Κάθε ένα από τα ακόλουθα πρόσωπα είναι πρόσωπο το οποίο κατέχει ανώτερο αξίωμα:
σε σχέση με εγγεγραμμένο νομικό πρόσωπο, σύμβουλος, ταμίας, γραμματέας, διευθύνων σύμβουλος,
διευθυντής ή άλλος αξιωματούχος του νομικού προσώπου.
(9) Όταν εγείρεται απαίτηση εναντίον συνεταιρισμού:
(α) το σημείωμα εμφάνισης πρέπει να καταχωρίζεται στο όνομα του συνεταιρισμού εκ μέρους όλων των
προσώπων τα οποία ήταν συνεταίροι κατά τον χρόνο συμπλήρωσης της αιτίας της αγωγής∙ και
(β) το σημείωμα εμφάνισης μπορεί να υπογραφεί από οποιονδήποτε από τους εν λόγω συνεταίρους ή
από πρόσωπο το οποίο εξουσιοδοτείται από οποιονδήποτε από τους εν λόγω συνεταίρους να το
υπογράψει.
(10) Παιδιά και ανίκανα πρόσωπα καταχωρίζουν σημείωμα εμφάνισης μόνο μέσω των αντιπροσώπων τους, ως διά
νόμου προβλέπεται.
(11) Όταν ο εναγόμενος εκπροσωπείται από δικηγόρο, το σημείωμα εμφάνισης πρέπει να συνοδεύεται από έντυπο
διορισμού δικηγόρου σύμφωνα με το Έντυπο Αρ.11, εκτός κατόπιν αδείας του δικαστηρίου και ως οι οδηγίες
του για την καταχώριση σημειώματος εμφάνισης σε μεταγενέστερο χρόνο.
(12) Με τη λήψη του σημειώματος εμφάνισης, ο πρωτοκολλητής το καταχωρίζει και αναγράφει την ημερομηνία,
υπογράφει και σφραγίζει το αντίγραφο αυτού.
(13) Το αντίγραφο του σημειώματος εμφάνισης το οποίο φέρει ημερομηνία, υπογραφή και σφραγίδα και
καταχωρίστηκε ως ανωτέρω, αποτελεί πιστοποιητικό ότι το σημείωμα εμφάνισης καταχωρίστηκε κατά την
ημερομηνία την οποία αναγράφει ο πρωτοκολλητής.

10.2 Γενικές διατάξεις
(1) Το όνομα του εναγόμενου πρέπει να αναγράφεται πλήρως στο σημείωμα εμφάνισης.
(2) Όταν το όνομα του εναγόμενου αναγράφεται εσφαλμένα στο έντυπο απαίτησης, πρέπει να αναγράφεται ορθά
στο σημείωμα εμφάνισης και να ακολουθείται από τις λέξεις «ο οποίος/η οποία/ το οποίο περιγράφεται ως» και
το εσφαλμένο όνομα.
(3) Αν δύο ή περισσότεροι εναγόμενοι σε απαίτηση καταχωρίσουν σημείωμα εμφάνισης ταυτόχρονα μέσω του
ίδιου δικηγόρου, μόνο ένα σημείωμα εμφάνισης χρειάζεται να χρησιμοποιηθεί.
(4) Σημείωμα εμφάνισης τροποποιείται ή αποσύρεται μόνο κατόπιν άδειας του δικαστηρίου.
(5) Αίτηση για εξασφάλιση άδειας δυνάμει του κανονισμού 10.2(4) πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το Μέρος 23.

10.3 Συνέπειες μη καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης
(1) Αν:
(α) εναγόμενος παραλείψει να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης εντός της περιόδου η οποία καθορίζεται
στον κανονισμό 10.4∙ και
(β) δεν επιδώσει ή καταχωρίσει εντός της περιόδου αυτής παραδοχή σύμφωνα με το Μέρος 15,
ο ενάγων δύναται να εξασφαλίσει απόφαση ερήμην αν το επιτρέπει το Μέρος 13.

10.4 Περίοδος καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης
(1) Ο γενικός κανόνας είναι ότι η περίοδος για την καταχώριση σημειώματος εμφάνισης είναι:
(α) όταν επιδίδεται στον εναγόμενο έντυπο απαίτησης στο οποίο δηλώνεται ότι θα ακολουθήσει έκθεση
απαίτησης, 14 ημέρες από την επίδοση της έκθεσης απαίτησης∙ και
(β) σε κάθε άλλη περίπτωση, 14 ημέρες από την επίδοση του εντύπου απαίτησης.
(2) Εναγόμενος δύναται να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης οποτεδήποτε πριν από την έκδοση απόφασης, υπό
την αίρεση ότι ο εναγόμενος διατάσσεται να καταβάλει τυχόν δικαιολογημένα έξοδα τα οποία επωμίστηκε ο
ενάγων σε περίπτωση αιτήματος ή αίτησης για απόφαση ερήμην.

10.5 Ειδοποίηση προς τον ενάγοντα ότι ο εναγόμενος έχει καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης
(1) Ο εναγόμενος οφείλει να παραδώσει αντίγραφο του καταχωρηθέντος σημειώματος εμφάνισης στον ενάγοντα
και σε κάθε άλλο διάδικο.

10.6 Περιεχόμενο του σημειώματος εμφάνισης
(1) Σημείωμα εμφάνισης πρέπει:
(α) να περιέχει το όνομα του δικηγόρου του εναγόμενου ή να δηλώνει ότι ο εναγόμενος υπερασπίζεται τον
εαυτό του∙
(β) να υπογράφεται από τον εναγόμενο ή τον δικηγόρο του εναγόμενου∙ και
(γ) να περιλαμβάνει τη διεύθυνση επίδοσης του εναγόμενου εντός των δημοτικών ορίων της πόλης ή του
χωριού στην οποία βρίσκεται το πρωτοκολλητείο του δικαστηρίου.
(2) Η διεύθυνση επίδοσης του εναγόμενου μπορεί να περιλαμβάνει τον αριθμό τηλεομοιότυπου ή/και τη διεύθυνση
ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του εναγόμενου.
(3) Αν το σημείωμα εμφάνισης δεν περιέχει διεύθυνση επίδοσης, δεν παραλαμβάνεται˙ και αν τέτοια διεύθυνση είναι
εικονική ή φανταστική, το σημείωμα εμφάνισης δύναται να παραμεριστεί από το δικαστήριο κατόπιν αίτησης του
ενάγοντα.
(4) Όταν ο εναγόμενος είναι φυσικό πρόσωπο και το έντυπο απαίτησης δεν περιέχει διεύθυνση διαμονής ή
διεξαγωγής εργασιών ή περιέχει εσφαλμένη διεύθυνση, ο εναγόμενος οφείλει να παράσχει τέτοια διεύθυνση στο
σημείωμα εμφάνισης.

Μέρος 11: Διακοπή

11.1 Πεδίο εφαρμογής του παρόντος Μέρους
(1) Οι κανονισμοί του παρόντος Μέρους παραθέτουν τη διαδικασία βάσει της οποίας ο ενάγων δύναται να διακόψει
όλη ή μέρος απαίτησης.
(2) Ενάγων ο οποίος:
(α) απαιτεί πέραν της μιας θεραπείας∙ και
(β) στη συνέχεια εγκαταλείπει την απαίτηση για μια ή περισσότερες θεραπείες αλλά συνεχίζει με την απαίτηση για
τις άλλες θεραπείες,
δεν θεωρείται ότι διακόπτει όλη ή μέρος απαίτησης για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους.
(3) Η διαδικασία για τροποποίηση δικογράφου η οποία παρατίθεται στο Μέρος 18 εφαρμόζεται όταν ο ενάγων
εγκαταλείπει απαίτηση για συγκεκριμένη θεραπεία, αλλά επιθυμεί να συνεχίσει την απαίτηση για άλλες
θεραπείες.

11.2 Δικαίωμα διακοπής απαίτησης
(1) Ενάγων δύναται να διακόψει όλη ή μέρος απαίτησης σε οποιονδήποτε χρόνο.
(2) Ωστόσο,
(α) ενάγων οφείλει να αιτηθεί άδεια του δικαστηρίου για να διακόψει όλη ή μέρος απαίτησης όταν:
(i) το δικαστήριο έχει εκδώσει ενδιάμεσο απαγορευτικό ή προστακτικό διάταγμα∙ ή
(ii) διάδικος έχει αναλάβει δέσμευση προς το δικαστήριο∙
(β) όταν ενάγων έχει λάβει ενδιάμεση πληρωμή σε σχέση με απαίτηση (είτε εκούσια είτε σύμφωνα με
διάταγμα δυνάμει του Μέρους 27), ο ενάγων δύναται να διακόψει την απαίτηση αυτή μόνο αν:
(i) ο εναγόμενος ο οποίος προέβη στην ενδιάμεση πληρωμή συναινεί γραπτώς∙ ή
(ii) το δικαστήριο δώσει άδεια.
(γ) όταν υπάρχουν πέραν του ενός ενάγοντα, ενάγων δεν δύναται να διακόψει απαίτηση εκτός αν:
(i) κάθε άλλος ενάγων συναινεί γραπτώς∙ ή
(ii) το δικαστήριο δώσει άδεια.
(3) Όταν υπάρχουν πέραν του ενός εναγόμενου, ο ενάγων δύναται να διακόψει όλη ή μέρος απαίτησης εναντίον
όλων ή οποιωνδήποτε από τους εναγόμενους.

11.3 Διαδικασία διακοπής
(1) Για διακοπή απαίτησης ή μέρους αυτής, ο ενάγων οφείλει:
(α) να καταχωρίσει ειδοποίηση διακοπής (Έντυπο αρ.12 ή Έντυπο αρ.13 κατά περίπτωση)∙ και
(β) να επιδώσει αντίγραφο αυτής σε κάθε άλλο διάδικο στη διαδικασία ο οποίος έχει καταχωρίσει σημείωμα
εμφάνισης.
(2) Ο ενάγων οφείλει να δηλώσει στην ειδοποίηση διακοπής που καταχωρίζει ότι έχει επιδώσει ειδοποίηση διακοπής
σε κάθε άλλο διάδικο στη διαδικασία.
(3) Όταν ο ενάγων χρειάζεται τη συναίνεση κάποιου άλλου διαδίκου, αντίγραφο της αναγκαίας συναίνεσης (Έντυπο
αρ.14) πρέπει να επισυνάπτεται στην ειδοποίηση διακοπής.
(4) Όταν υπάρχει πέραν του ενός εναγόμενου, η ειδοποίηση διακοπής πρέπει να καθορίζει τους εναγόμενους
εναντίον των οποίων διακόπτεται η απαίτηση.

11.4 Δικαίωμα υποβολής αίτησης προς παραμερισμό ειδοποίησης διακοπής
(1) Όταν ενάγων προβαίνει σε διακοπή, δυνάμει του κανονισμού 11.2(1), ο εναγόμενος δύναται να αιτηθεί τον
παραμερισμό της ειδοποίησης διακοπής.
(2) Ο εναγόμενος δεν δύναται να υποβάλει αίτηση, δυνάμει του παρόντος κανονισμού πέραν των 28 ημερών από
την ημερομηνία επίδοσης της ειδοποίησης διακοπής στον εναγόμενο.

11.5 Έναρξη ισχύος διακοπής όταν δεν είναι αναγκαία η άδεια του δικαστηρίου
(1) Διακοπή απαίτησης εναντίον εναγόμενου τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία επίδοσης της ειδοποίησης
διακοπής στον εναγόμενο, δυνάμει του κανονισμού 11.3(1).
(2) Τηρουμένων των προνοιών του κανονισμού 11.4, η διαδικασία εναντίον του εναγόμενου διακόπτεται κατά την
ημερομηνία αυτή.
(3) Ωστόσο, αυτό δεν επηρεάζει διαδικασία για χειρισμό οποιουδήποτε ζητήματος εξόδων.

11.6 Ευθύνη για έξοδα
(1) Εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, ενάγων ο οποίος προβαίνει σε διακοπή επωμίζεται τα έξοδα του
εναγόμενου εναντίον του οποίου ο ενάγων διακόπτει απαίτηση κατά ή πριν από την ημερομηνία κατά την οποία
επιδόθηκε ειδοποίηση διακοπής στον εναγόμενο.
(2) Αν διαδικασία διακόπτεται μόνο μερικώς:
(α) ο ενάγων ευθύνεται, δυνάμει της παραγράφου (1) για έξοδα τα οποία σχετίζονται μόνο με το μέρος
της διαδικασίας την οποία ο ενάγων διακόπτει∙ και
(β) εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, τα έξοδα τα οποία ο ενάγων ευθύνεται να καταβάλει δεν
πρέπει να υπολογιστούν πριν από την ολοκλήρωση της υπόλοιπης διαδικασίας.

11.7 Διακοπή και μεταγενέστερη διαδικασία
(1) Όταν μια υπόθεση έχει διακοπεί δυνάμει του παρόντος Μέρους, αυτό δεν συνιστά εμπόδιο στην έγερση νέας
απαίτησης χωρίς επηρεασμό της ευχέρειας του δικαστηρίου να αποτρέπει την κατάχρηση διαδικασίας.
(2) Αν εγερθεί οποιαδήποτε μεταγενέστερη απαίτηση πριν από την καταβολή των εξόδων της διακοπείσας
απαίτησης, για την ίδια ή ουσιωδώς την ίδια αιτία αγωγής, το δικαστήριο δύναται να διατάξει την αναστολή της
εν λόγω μεταγενέστερης απαίτησης μέχρι την καταβολή των εξόδων αυτών.

11.8 Αναστολή του υπολοίπου μερικώς διακοπείσας διαδικασίας, όταν δεν έχουν καταβληθεί τα έξοδα
(1) Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται όταν:
(α) η διαδικασία έχει μερικώς διακοπεί∙
(β) ο ενάγων ευθύνεται για την καταβολή εξόδων δυνάμει του κανονισμού 11.6∙
(γ) ο ενάγων παραλείπει να καταβάλει τα έξοδα ή να προβεί σε πληρωμή εντός 14 ημερών από:
(i) την ημερομηνία κατά την οποία οι διάδικοι συμφώνησαν το
πληρωτέο από τον ενάγοντα ποσόν∙ ή
(ii) την ημερομηνία κατά την οποία το δικαστήριο διέταξε την καταβολή των εξόδων ή την
πραγματοποίηση της πληρωμής.
(2) Όταν εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός, το δικαστήριο δύναται να αναστείλει το υπόλοιπο της διαδικασίας
μέχρις ότου ο ενάγων καταβάλει όλο το ποσό των εξόδων τα οποία ο ενάγων ευθύνεται να καταβάλει δυνάμει
του κανονισμού 11.6.

ORDER 1 : PRELIMINARY AND INTERPRETATION

1. These Rules of Court may be cited as the Civil Procedure Rules.
2. In these Rules, unless repugnant to the context-
“action”  means a civil proceeding commenced by writ or in such other manner as may be prescribed by any law or Rules of court;
“cause”  includes any action or other original proceeding between a plaintiff and defendant;
“the Court”  means the court having jurisdiction or power under the law for the, time being in force, and includes a judge having such jurisdiction or power;
“days”  does not mean clear days unless expressly stated to be such;
“defendant”  includes any person served with any writ of summons or process, or served with notice of, or entitled to attend any proceedings;
“Judge”  includes a Judge of the Supreme Court, a President of a District Court, a District Judge, and a Magistrate, according to the context in which it occurs and in so far as he has jurisdiction or power under the law for the time being in force;
“matter”  includes every proceeding in court not in a cause;
“office copy”  means a sealed copy or translation of any document lodged, filed or kept in, or issued out of a court registry, certified to be a true copy or translation by the registrar of that registry;
“originating summons”  means any summons other than a, summons in a pending cause or matter;
“personal representative”  means the executor or administrator of the deceased’s estate or, if there is none, his heirs as representing the estate;
“plaintiff”  includes every person asking any relief (other than a defendant asking relief by way of counter-claim) against any other person by any form of proceeding, whether the proceeding is by action, petition, motion, summons or otherwise;
“the Registrar”  means the registrar of the court and includes an assistant registrar attached to the court, and in the case of a registry established in a place other than the principal town of a district, a judge or (save in regard to the taxation of costs) the clerk in charge of such registry;
“sealed”  means sealed with a court seal;
“specially indorsed” , in the case of a writ of summons, means a writ of summons indorsed pursuant to Order 2, Rule 6.
3. An application under section 37 of the Partnership Law, Cap. 196, for dissolution of partnership shall be by way of action.
4. Wherever under these Rules anything may be done by a person it may, unless the context otherwise requires, or the Court otherwise directs, be done by an advocate acting with such person’s authority and on his behalf.
5. The forms in Appendix X shall, where applicable, be used with such variations as may be necessary to suit the case, and where not applicable, forms of the like character may be used.

ORDER 2 : FORM AND COMMENCEMENT OF ACTION

1. Save where other provision is made, any action before a District Court shall be commenced by a writ of summons. (Forms 1 and 2.)
2. No writ of summons for service out of Cyprus, or of which notice is to he given out of Cyprus, shall be sealed without the leave of the Court or a Judge.
[Δ.Κ. 2.4.20213. When presented for sealing every writ of summons shall contain the name of the Court and the year in which the action is being instituted, the name in full of the plaintiff and the defendant, the address in full , τον αριθμό δελτίου ταυτότητας εάν είναι Κύπριος υπήκοος, τον αριθμό εγγραφής αλλοδαπού (Alien Registration Certificate – ARC) εάν αυτός διαμένει στην Κύπρο και δεν είναι Κύπριος υπήκοος ή τον ισχύοντα αριθμό διαβατηρίου ή άλλου αποδεικτικού στοιχείου ταυτοποίησής του σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση and occupation of the plaintiff and, so far an they can be ascertained, of the defendant, and the plaintiff’s address for service within the municipal limits of the town or village in which is situated the registry in which the writ is being filed. The writ shall be indorsed with a statement of the nature of the claim made, or of the relief or remedy required in the action, but it shall not be essential to set forth in such indorsement the precise ground of complaint, or the precise remedy or relief to which the plaintiff considers himself entitled. The writ shall be signed by the plaintiff or his advocate at the foot of such statement.
4. (a) If the plaintiff sues, or any defendant is sued, in a representative capacity, the indorsement shall show in what capacity the plaintiff or defendant sues or is sued.
(b) If a defendant is under disability of any kind, that is to say, is an infant, or mental patient or criminal mental patient under the Mental Patients Law, Cap. 120, or a person of unsound mind not so found, or a prodigal having a guardian under the Guardianship of Infants and Prodigals Law, Cap, 102, he shall be described as such in the writ of summons in the title of the action; and the name of the guardian or administrator (whether he is or is not authorized to defend) shall be given in the writ of summons.
5. In probate actions the indorsement shall show whether the plaintiff claims as creditor, executor, administrator, legatee, heir, or in any and what other character.
6. In actions-
(1) Where the plaintiff seeks to recover a debt or liquidated demand in money payable by the defendant, with or without interest, arising-
(a) upon a bond or upon a contract, express or implied (as, for instance, on a bill of exchange, promissory note or cheque, or other contract debt); or
(b) on a guarantee, where the claim against the principal is in respect of a debt or liquidated demand; or
(2) Where a landlord seeks to recover possession of immovable property, with or without a claim for rent, against the tenant whose term has expired or has been duly determined by notice to quit, or has become liable to forfeiture for non-payment of rent, or against persons claiming under such tenant; or
(3) Where the plaintiff seeks to recover possession of a specific chattel with or without a claim for the hire thereof or for damages for its detention; and
(4) In all other actions in the District Court (except actions for libel, slander, malicious prosecution, false imprisonment, seduction or breach of promise of marriage, and actions in which fraud is alleged by the plaintiff);
the writ of summons may, at the option of the plaintiff, he specially indorsed with a statement of his claim, or of the remedy or relief to which he claims to be entitled. (Form 2.)
7.  Wherever the plaintiff’s claim is for a debt or liquidated demand only, the indorsement, besides stating the nature of the claim, shall state the amount claimed for debt or in respect of such demand, and for costs respectively, and shall further state that upon payment thereof within ten days after service, or in the case of a writ not for service in Cyprus within the time allowed for appearance, further proceedings will be stayed. Such statement shall be in Form 3. The defendant may, notwithstanding such payment, have the costs taxed, and if more than one-sixth is disallowed the plaintiff’s advocate shall pay the costs of taxation unless he shows that he overcharged bona fide.
8. In all cases in which the plaintiff, in the first instance, desires to have an account taken, the writ of summons shall be indorsed with a claim that such account be taken.
9. In actions for libel the indorsement on the writ shall state sufficient particulars to identify the publications in respect of which the action is brought.
10. In actions for recovery of possession of immovable property the indorsement on the writ shall set out the value of the property sought to be recovered, and in those for trespass the value of the part actually trespassed upon.
11. On presenting his writ for sealing the plaintiff shall leave, for each defendant, one office copy of the writ for service plus a duplicate of such copy for the affidavit of service.
12.  If the writ is such as may be sealed the registrar shall enter the action in the Civil Cause Book and give the writ a enumber showing the order in which the action is so entered; he shall mark the writ ” Filed and sealed on the                                                                                                                                                                                                                             day of                                                                                                                                                                                                                             , 19                                                                                                                                                                                                                             “, naming the date on which it is filed; he shall then seal the writ with the seal of the Court, and thereupon the writ shall be deemed to be issued and the action to be commenced.
13. The sealing of a writ of summons in probate actions shall be preceded by the filing of an affidavit by the plaintiff, or one of the plaintiffs, in verification of the indorsement on the writ.
14. No writ with a claim relating to more than two pounds shall, when the plaintiff lives in Cyprus, be sealed when presented by an advocate unless accompanied by a retainer in writing in Form 4 attested, where the plaintiff is illiterate, by a registrar, certifying officer, or two competent witnesses not being advocates’ clerks :
Provided that, with the leave of a Judge, upon good cause shown, which shall be recorded in the minutes, a writ may be sealed by the Registrar without its being accompanied by a retainer in writing as aforesaid; but such retainer shall be filed later within such time as the Judge may think fit to allow.
15. No writ shall be sealed if presented by or on behalf of a prodigal having a guardian under the Guardianship of Infants and Prodigals Law, Cap. 102, unless it is endorsed by a statement signed by such guardian to the effect that the action is being brought with his advice and consent. Such statement, where the guardian is illiterate, shall be attested by a registrar, certifying officer, or two competent witnesses not being advocates’ clerks. If a writ is filed by or on behalf of such a prodigal contrary to the provisions of this Rule, a Judge may order all proceedings under the writ to be stayed until such provisions are complied with, and upon proof of their having been complied with a Judge may order that such stay be removed.

ORDER 3 : CHANGE OF ADVOCATE

1. A party suing or defending by an advocate shall, subject to the provisions of Rule 4 in Order 8, be at liberty to change his advocate in any cause or matter upon notice of the change being filed in the Court in which the cause or matter is proceeding; but until such notice is filed and a copy thereof served on the other parties to the cause or matter, the former advocate shall be considered the advocate of the party until the final conclusion of the cause or matter, whether in the District or the Supreme Court.

ORDER 4 : RENEWAL OF THE WRIT OF SUMMONS

1.  No writ of summons shall be in force for more than 12 months from the day of its issue including that day; but if any defendant named in it has not been served, the plaintiff may, before the 12 months expire, apply for an order to renew the writ; and the Court, if satisfied that reasonable efforts have been made to serve such defendant, or for other good reasons, may oprder that the writ be renewed for six months from the date of such renewal inclusive, and so from time to time during the currency of the renewed writ. And the writ shall in such case be marked in red ink by the registrar with the words ” Renewed by order dated the day of , 19 “, or words to the like effect; and a writ so renewed shall remain in force and be available to prevent the operation of any law whereby the time for the commencement of the action may be limited, and for all other purposes, from the date of the issuing of the original writ of summons.
2. After a writ is renewed every office copy used for service shall bear a copy of the words on the original writ indicating that it has been renewed.

ORDER 5 : SERVICE OF THE WRIT OF SUMMONS

1. Every defendant named on the writ of summons shall, except a Judge otherwise orders, be served in the manner provided in Rule 2 of this Order with an office copy of the writ, and such service shall be deemed good service of the writ.
2. (1) The service shall, whenever it is practicable, be effected by leaving the copy with the person to be served; but if he is not found at his house or at his usual place of employment, the service shall be deemed to be effected if the copy is left-
(i) with any member of his family of apparently 16 years and upwards then in his town or village or within the lands thereof; or
(ii) with any person apparently of such age and in charge of the place of his employment; or
(iii) with his master in the case of a servant living with his master.
Where service is effected by leaving the copy with a person other than the person to be served, the affidavit of service shall state (if such be the case) that the person to be served was not found at his house or at his usual place of employment. (Form 5.)
(2) The affidavit of service endorsed upon, or having attached thereto as an exhibit, a duplicate of the copy of the writ of summons served, shall be sworn and filed within seven days after service. The registrar shall, within forty-eight hours after the affidavit of service is filed, give the plaintiff notice of the date on which the service was effected.
3. Service on the person to be served may be effected at any time of the day or night and in any place and on any day of the week. This provision applies equally to the leaving of a copy with a member of his family or with his master in the case of a servant living with his master. In other cases the copy left with the person in charge of the place where the person to be served is employed shall be left during the hours, and the place, of employment.
4. When an infant is a defendant to the action, service on his guardian authorized to defend proceedings against him or, if none, on his father, mother, or guardian not so authorized, or, if none, then upon the person with whom the infant resides or under whose care he is, shall, unless the Court or a Judge otherwise orders, be deemed good service on the infant : provided that the Court or Judge may order that service made or to be made on the infant shall be deemed good service.
5. When a defendant is a mental or criminal mental patient so found under the Mental Patients Law, Cap. 120, or is a person of unsound mind not so found, service on his administrator if there is one, or if there is not, on the person with whom he resides or under whose care he is, shall, unless the Court or a Judge otherwise orders, he deemed good service.
6. When a defendant is a prodigal having a guardian under the Guardianship of Infants and Prodigals Law, Cap. 102, the writ shall be served both upon him and upon his guardian.
7. In the absence of any statutory provision regulating service of process upon a corporate body, service of an office copy of a writ of summons or other process on the president or other head officer, or on the treasurer or secretary of such body, or delivery of such copy at the office of such body, shall be deemed good service; and in the case of any company not formed in Cyprus, the copy may be left at its place of business in Cyprus, or if there is no such place, with any person in Cyprus who appears to be authorized to transact business for the company in Cyprus, and such leaving of the copy shall he deemed good service unless the Court or a Judge otherwise orders. And where by any law provision is made for the service of any writ of summons or other process on any corporate body or any society or fellowship or any body or enumber of persons, corporate, or unincorporate, the service of the office copy of a writ may be effected accordingly.
8. Where a contract has been entered into in Cyprus by or through an agent residing or carrying on business in Cyprus on behalf of a principal residing or carrying on business outside Cyprus, a writ of summons in an action relating to or arising out of such contract may, by leave of the Court or a Judge given before the determination of such agent’s authority or of his business relations with the principal, be served on such agent. Notice of the Order giving such leave and an office copy thereof and of the writ of summons shall forthwith be sent by prepaid double-registered post letter to the defendant or defendants at his or their address out of the jurisdiction : provided that nothing in this Rule shall invalidate or affect any other mode of service provided by these Rules.
[Δ.Κ. 12.2.20169. Σε κάθε περίπτωση που ήθελε φανεί στο Δικαστήριο ότι λόγω οποιασδήποτε αιτίας δεν είναι εφικτό να επιτευχθεί εγκαίρως επίδοση με τον τρόπο που προβλέπεται στο θεσμό 2 της παρούσας Διαταγής, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα για υποκατάστατη ή άλλη επίδοση ή για την υποκατάσταση της ειδοποίησης επίδοσης με οποιοδήποτε τρόπο ήθελε φανεί σ΄αυτό δίκαιο και ορθό υπό τις περιστάσεις, περιλαμβανομένης και δημοσίευσης σε οποιοδήποτε μέσο με ηλεκτρονική μορφή, ή άλλο ευλόγως προσφερόμενο από την εκάστοτε τεχνολογία, τρόπο.
Νοείται ότι ειδοποίηση έγερσης αγωγής ή άλλης διαδικασίας η οποία θα εκδοθεί δυνάμει της Δ.5 θ.9 και θα συνάδει με τον Τύπο 5Α, δεν είναι αναγκαίο όπως περιλάβει όλο το κείμενο της αγωγής ή άλλης διαδικασίας αλλά θα είναι αρκετό να περιλαμβάνει τον αριθμό αγωγής ή διαδικασίας, το Δικαστήριο στο οποίο η αγωγή ή διαδικασία εκκρεμεί, τους διάδικους και με συνοπτικό τρόπο τη φύση της διαφοράς και την αξίωση που διατυπώνεται. Είναι επίσης απολύτως αναγκαίο να προσδιορίζεται είτε η προθεσμία στην οποία ο διάδικος πρέπει να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης, ή ένσταση ή άλλης δικονομικής φύσεως ενέργεια και αν υπάρχει ανάγκη εμφάνισης στο Δικαστήριο, να καθορίζεται σαφώς η ημερομηνία και ώρα εμφάνισης.
Πρόσθετα στην ειδοποίηση πρέπει να αναφέρεται ότι όλα τα σχετικά έγγραφα είναι διαθέσιμα προς παραλαβή από το αρμόδιο πρωτοκολλητείο. Για το σκοπό αυτό ο ενάγων φροντίζει ώστε να υπάρχει στο πρωτοκολλητείο, δεόντως πιστοποιημένο, αντίγραφο αγωγής και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο είναι αναγκαίο να δοθεί στο διάδικο.
10. An order under Rule 9 of this Order shall appoint the time within which the defendant shall enter his appearance to the writ, and shall also contain a direction that, if the defendant does not enter an appearance within the appointed time, notice of any application in the action may be given by posting an office copy of the notice on the Court notice board.

ORDER 5A : SUBSTITUTED SERVICE

Every application to the Court or a Judge for an order for substituted or other service, or for the replacement of notice for service, shall be supported by an affidavit setting forth the grounds upon which the application is made.

ORDER 6 : SERVICE OUT OF THE JURISDICTION

1. Subject to section 15 of the Courts of Justice Law, Cap. 11, service out of the jurisdiction of a writ of summons or notice of a writ of summons may be allowed by the Court or a, Judge whenever-
(a) the whole subject matter of the action is immovable property of any kind situated in Cyprus; or
(b) any act, deed, will, contract, obligation, or liability affecting immovable property of any kind situated in Cyprus, is sought to be construed, rectified, set aside, or enforced in the action; or
(c) any relief is sought against any person domiciled or ordinarily resident in Cyprus; or
(d) the action is for the administration of the movable property of any deceased person who at the time of his death was domiciled in Cyprus, or for the execution (as to property situated in Cyprus) of the trusts of any written instrument, of which the person to be served is a trustee, which ought to be executed according to the law of Cyprus; or
(e) the action is one brought to enforce, rescind, dissolve, annul, or otherwise affect a contract or to recover damages or other relief for or in respect of the breach of a contract-
(i) made in Cyprus, or
(ii) made by or through an agent trading or residing in Cyprus on behalf of a principal trading or residing out of Cyprus,
or is one brought in respect of a breach committed in Cyprus of a contract wherever made, even though such breach was preceded or accompanied by a breach out of Cyprus which rendered impossible the performance of the part of the contract which ought to have been performed in Cyprus; or
(f) the action is founded on a civil wrong committed in Cyprus; or
(g) any injunction is sought as to anything to be done in Cyprus, or any nuisance in Cyprus is sought to be prevented or removed, whether damages are or are not also sought in respect thereof; or
(h) any person out of Cyprus is a necessary or proper party to an action properly brought against some other person duly served in Cyprus.
2. The parties to any contract may agree that service of any writ of summons in any action brought in respect of such contract may be effected at any place in or out of Cyprus on any party or any person on behalf of any party or in any manner specified or indicated in such contract. Service of any such writ of summons at the place (if any) or on the party or on the person (if any) or in the manner (if any) specified or indicated in the contract shall be deemed to be good and effective service wherever the parties are resident, and if no place or mode or person be so specified or indicated, service out of Cyprus of such writ may be ordered.
3. In probate actions service of a writ of summons or notice of a writ of summons may by leave of the Court or a Judge be allowed out of Cyprus.
4. Every application for leave to serve a writ of summons or notice thereof on a defendant out of Cyprus shall be supported by affidavit or other evidence satisfying the Court or Judge that the plaintiff has prima facie a good cause of action and showing in what place or country such defendant is or probably may be found, and whether such defendant is a British subject or not, and the grounds upon which the application is made; and no such leave shall be granted unless it shall be made sufficiently to appear to the Court or Judge that the case is a proper one for service out of Cyprus under this Order.
5. Any order giving leave to effect such service or give such notice shall limit a time after such service or notice within which such defendant is to enter an appearance, such time to depend on the place or country where or within which the writ is to be served or the notice given. Such order shall also contain a direction that, if the defendant does not enter an appearance within the appointed time, notice of any application in the action may be given by posting a copy on the Court notice board.
6. When the defendant is neither a British subject nor in British Dominions, notice of the writ, and not the writ itself, is to be served upon him. Such notice shall be in Form 6.
7. Where leave is given by the Court or a Judge for service of a writ of summons or notice of such writ in any foreign country with which a convention relating to such service has been or shall be extended to Cyprus the following procedure shall, subject to any special terms in the convention, be adopted :
(1) The party bespeaking such service shall file with the Registrar a request in Form 7, which request shall state whether the service is desired to be effected (i) directly through the British Consul, or (ii) through the foreign judicial authority, and shall be accompanied by-
(a) the document to be served;
(b) two copies thereof – in the case of France three copies;
(c) a translation thereof in the official language of the country in which service is to be effected verified. upon oath by or on behalf of the person making the request; and
(d) two copies of such translation.
Where the service is required to be made on a British subject through the British Consul the translation and copies thereof need not-except in the case of Turkey-be supplied.
[Δ.Κ. 18.1.1974[Δ.Κ. 24.10.2017(2)  The party bespeaking such service shall also deposit in the Court the sums of €32 in respect of each person to be served. In the event of the expenses incurred by the Colonial Secretary in respect of such service amounting to less than the amount of the deposit the surplus shall be refunded by the Registrar to the party making the deposit.
(3) The Registrar shall file a copy of the document to be served and the verified translation thereof (where required). He shall seal and forward to the Colonial Secretary in duplicate-in the case of France in triplicate-the document to be served, and shall also seal and forward therewith in duplicate the verified translation (where required) of such document.
[Δ.Κ. 18.12.20157Α. Όταν επιβάλλεται η διαβίβαση ή αποστολή δικογράφων και άλλων εγγράφων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις που εκδικάζονται από τα Κυπριακά Δικαστήρια σε άλλη χώρα για επίδοση μέσω της Κεντρικής Αρχής (Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως), στη βάση Διεθνών ή Διμερών Συνθηκών που υπογράφησαν με άλλη κράτη, ή Ευρωπαϊκών κανονισμών, θα καταβάλλεται πάγιο τέλος ύψους €7.00 για τη διαβίβαση ή αποστολή κάθε εγγράφου σε άλλη χώρα, πλέον τα έξοδα διαβίβασης ή αποστολής των εγγράφων.
8. The certificate of any British Consul or an affidavit sworn before him by the person who effected the service, or an official certificate or declaration upon oath or otherwise transmitted by the Government or Court of a foreign country, shall, provided that it certifies or declares the writ of summons or notice of the writ to have been personally served, or to have been duly served upon the defendant in accordance with the law of such foreign country, or words to that effect, be deemed to be sufficient proof of such service.
9. Where an official certificate or declaration, transmitted to the Cyprus Court in the manner provided in Rule 8 of this Order, certifies or declares that efforts to serve a document have been without effect, the Court or a Judge may, upon the ex parte application of the plaintiff, order that the plaintiff be at liberty to bespeak a request for substituted service of such document.

ORDER 7 : ACTIONS BY AND AGAINST FIRMS AND PERSONS CARRYING ON BUSINESS IN NAMES OTHER THAN THEIR OWN

1. Any two or more persons claiming or being liable as copartners and carrying on business in Cyprus may sue or be sued in the name of the respective firms (if any) of which such persons were co-partners at the time of the accruing of the cause of action; and any party to an action may in such case apply by summons to a Judge for a statement of the names and addresses of the persons who were, at the time of the accruing of the cause of action, co-partners in any such firm, to be furnished in such manner, and verified on oath or otherwise as the Judge may direct.
2. When a writ is sued out by partners in the name of their firm, the plaintiffs or their advocates shall, on demand in writing by or on behalf of any defendant, forthwith declare in writing the names and places of residence of all the persons constituting the firm on whose behalf the action is brought. And if the plaintiffs or their advocates shall fail to comply with such demand, all proceedings in the action may, upon an application for that purpose, be stayed upon such terms as the Court or a Judge may direct. And when the names of the partners are so declared, the action shall proceed in the same manner and the same consequences in all respects shall follow as if they had been named as the plaintiffs in the writ. But all the proceedings shall, nevertheless, continue in the name of the firm.
3. Where persons are sued as partners in the name of their firm under Rule 1 of this Order, the writ shall be served either upon any one or more of the partners or at the principal place, in Cyprus, of the business of the partnership upon any person having at the time of service the control or management of the partnership business there; and, subject to these Rules, such service shall be deemed good service upon the firm so sued, whether any of the members thereof are out of Cyprus or not, and no leave to issue a writ against them shall be necessary provided that in the case of a co-partnership which has been dissolved to the knowledge of the plaintiff before the commencement of the action, the writ of summons shall be served upon every person in Cyprus sought to be made liable.
4. Where a writ is issued against a firm, and is served as directed by Rule 3 of this Order, every person upon whom it is served shall be informed by notice in writing in Form 8 given at the time of such service whether he is served as a partner or as a person having the control or management of the partnership business, or in both characters. In default of such notice, the person served shall be deemed to be served as a partner.
5. Where persons are sued as partners in the name of their firm they shall appear individually in their own names; but all subsequent proceedings shall, nevertheless, continue in the name of the firm.
6. Where a writ is served under Rule 3 of this Order upon a person having the control or management of the partnership business, no appearance by him shall be necessary unless he is a member of the firm sued.
7. Any person served as a partner under Rule 3 of this Order, but who denies that he was a partner or liable as such at any material time, may on appearing state that he does so as ” a person served as a partner in the defendant firm, but who denies that he was a partner at any material time “. Such appearance as long as it stands shall be treated as an appearance for the firm. If a person so states on appearance, (a) the plaintiff may apply to the Court to strike out the statement on the ground that the person making it was a partner or liable as such, or may leave that question to be determined at a later stage of the proceedings; or (b) the person so stating on appearance may apply to the Court to set aside the service on him on the ground that he was not a partner or liable as such; or he may by his defence deny either or both (1) his liability as a partner, (2) the liability of the defendant firm in respect of. the plaintiff’s claim. An order may on the application of either party at any time be made that the liability of the person served and the liability of the defendant firm may be tried in such manner and at such times as the Court may think fit.
8. Where a judgment or order is against a firm, execution may, subject to the provisions of Orders 40 to 45 and of any other Rules or law for the time being in force, issue-
(a) against any property of the partnership in Cyprus;
(b) against any person who has appeared in his own name under Rule 5 or 6 of this Order, or who has admitted on appearance that he is, or who has been adjudged to be a partner;
(c) against any person who has been individually served, as a partner, with the writ of summons, and has failed to appear.
If the party who has obtained judgment or an order claims to be entitled to issue execution against any other person as being a member of the firm, he may apply to the Court or a Judge for leave so to do; and the Court or Judge may give such leave if the liability be not disputed, or if such liability be disputed may order that the liability of such person be tried and determined in any manner in which any issue or question in an action may be tried and determined. But except as against any property of the partnership, a judgment against a firm shall not render liable, release, or otherwise affect any member thereof who was out of Cyprus when the writ was issued, and who has not appeared to the writ, unless he has been served out of Cyprus under Order 6, or has been served in Cyprus after the writ in the action was issued.
9. Debts owing from a firm carrying on business in Cyprus may be attached under Part VII of the Civil Procedure Law, Cap. 7, or any other law or Rules for the time being in force, although one or more members of such firm may be resident abroad : provided that any person having the control or management of the partnership business or any member of the firm in Cyprus is served with the garnishee order. An appearance by any member pursuant to an order shall be sufficient appearance by the firm.
10. The above Rules shall apply to actions between a firm and one or more of its members, and to actions between firms having one or more members in common, provided such firm or firms carry on business in Cyprus, but no execution shall be issued in such actions without leave of the Court or a Judge, and on an application for leave to issue such execution all such accounts and inquiries may be directed to be taken and made, and directions given as may be just.
11. Any person carrying on business in Cyprus in a name or style other than his own name may be sued in such name or style as if it were a firm name; and, so far as the nature of the case will permit, all Rules relating to proceedings against firms shall apply.

ORDER 8 : PROCEEDINGS BY AND AGAINST POOR PERSONS

1. The Court or a Judge may admit a person to sue or defend as a pauper except in bankruptcy proceedings if satisfied-
[Δ.Κ. 8.5.1958[Δ.Κ. 6.10.1972(i)  that he is not worth £100 (excluding wearing apparel, bed and bedding, and the subject matter of the action); and
[Δ.Κ. 8.5.1958[Δ.Κ. 6.10.1972(ii)  that his usual income from all sources does not exceed £5 a week; and
(iii) that he has reasonable grounds for suing or defending.
2. (1) The application shall be accompanied-
(a) by an affidavit stating that the applicant satisfies conditions (i) and (ii) of Rule 1 of this Order, or to the like effect, and setting forth all the material facts on which he relies in his desire to sue or defend, distinguishing between those which are within his personal knowledge and those which he bases on information and belief and in the latter case setting forth the sources of his information and grounds of his belief; and
(b) by an advocate’s opinion to the effect that the applicant has a good cause of action or good grounds of defence.
(2) The application and affidavit shall be signed and sworn by the applicant himself.
[Δ.Κ. 8.5.1958(3) No Court fees shall be payable on filing any such application or in respect of the affidavit accompanying it.
3. No Court fees shall be paid by a person admitted to sue or defend as a pauper, nor shall he, save where the Court otherwise orders, be liable to pay or be entitled to receive any costs.
4. In granting the application the Court or Judge may assign an advocate to the applicant, and the advocate assigned shall not refuse to act for the applicant or be discharged by him except with the leave of the Court or Judge.
5. (1) Neither the advocate whose opinion accompanies the application, nor the advocate assigned to the applicant, nor any other person, shall, without permission of the Court, take or agree to take or seek to obtain any payment whatsoever from the applicant or any other person in connection with the application or the action taken or defended thereunder. Breach of this Rule shall be punishable as a contempt of Court.
(2) If the applicant pays or agrees to pay any money to any person whatsoever either in connection with his application or the action taken or defended thereunder, his application shall be refused, or, if already granted, he shall be dispaupered.
(3) If the advocate assigned to the applicant discovers that the applicant is possessed of means beyond those stated in the affidavit, he shall at once report the matter in writing to the Court.
6. The Court or a Judge may at any time revoke the order granting the application, and thereupon the applicant shall not be entitled to the benefit of this order in any proceedings to which the application relates unless otherwise ordered.
7. Neither the applicant nor the advocate assigned to him shall discontinue, settle, or compromise the action without the leave of the Court or a Judge.
8. The Court may order to be paid to the advocate assigned out of any money recovered by the applicant, or may charge in favour of the advocate assigned upon any property recovered by the applicant, such sum, not exceeding one-fourth of the amount or value recovered, as may seem fit.
9. Every writ, notice, or application, on behalf of the applicant in the action (except an application for the discharge of his advocate) shall be signed by his advocate, who shall take care that no application or notice is made or given without reasonable cause.
10. There shall be no appeal as a pauper by a person admitted to sue or defend as such without the leave of the trial or the appellate Court.
11. A person who has not sued or defended as a pauper may be admitted to appeal as such by the trial or the appellate Court.
12. (1) An application under Rule 10 or 11 of this Order shall be accompanied by a statement of the grounds-which shall be grounds of law only-on which it is desired to appeal, and such grounds shall be certified by an advocate to be proper grounds for appeal : and the order granting the application may limit the grounds on which the appeal may be made.
(2) The application shall likewise be accompanied by an affidavit by the applicant stating that he satisfies conditions (i) and (ii) of Rule 1 of this Order.
(3) In either case, the application shall be signed by the applicant.
13. Where a person has been admitted to appeal as a pauper, the provisions of the preceding Rules shall, mutatis mutandis, apply to all proceedings on the appeal.

ORDER 9 : PARTIES

1. All persons may be joined in one action as plaintiffs, in whom any right to relief in respect of or arising out of the same transaction or series of transactions is alleged to exist, whether jointly, severally, or in the alternative, where if such persons brought separate actions any common question of law or fact would arise : provided that, if upon the application of any defendant it shall appear that such joinder may embarrass or delay the trial of the action, the Court or a Judge may order separate trials, or make such other order as may be expedient, and judgment may be given for such one or more of the plaintiffs as may be found to be entitled to relief, for such relief as he or they may be entitled to, without any amendment. But the defendant, though unsuccessful, shall be entitled to his costs occasioned by so joining any person who shall not be found entitled to relief unless the Court or a Judge in disposing of the costs shall otherwise direct.
2. Where an action has been commenced in the name of the wrong person as plaintiff, or where it is doubtful whether it has been commenced in the name of the right plaintiff, the Court or a Judge may, if satisfied that it has been so commenced through a bona fide mistake, and that it is necessary for the determination of the real matter in dispute so to do, order that any other person consenting thereto be substituted or added as plaintiff upon such terms as may be just.
3. Where in an action any person has been improperly or unnecessarily joined as a co-plaintiff, and a defendant has set up a counter-claim, he may obtain the benefit thereof by establishing his counter-claim as against the parties other than the co-plaintiff so joined, notwithstanding the misjoinder of such plaintiff or any proceeding consequent thereon.
4. All persons may be joined as defendants against whom the right to any relief is alleged to exist, whether jointly, severally, or in the alternative. And judgment may be given against such one or more of the defendants as may be found to be liable, according to their respective liabilities, without any amendment.
5. It shall not be necessary that every defendant shall be interested as to all the relief prayed for, or as to every cause of action included in any proceeding against him; but the Court or a Judge may make such order as may appear just to prevent any defendant from being embarrassed or put to expense by being required to attend any proceedings in which he may have no interest.
6. The plaintiff may, at his option, join as parties to the same action all or any of the persons severally, or jointly and severally liable on any one contract, including parties to bills of exchange and promissory notes.
7. Where the plaintiff is in doubt as to the person from whom he is entitled to redress, he may, in such manner as hereinafter mentioned, or as may be prescribed by any special order, join two or more defendants, to the intent that the question as to which (if any) of the defendants is liable, and to what extent, may be determined as between all parties.
8. Trustees, executors, and administrators may sue and be sued on behalf of or as representing the property or estate of which they are trustees or representatives, without joining any of the persons beneficially interested in the trust or estate, and shall be considered as representing such persons; but the Court or a Judge may at any stage of the proceedings order any of such persons to be made parties, either in addition to or in lieu of the previously existing parties.
This Rule shall apply to trustees, executors, and administrators, sued in proceedings to enforce a security.
9. (1) Where there are enumerous persons having the same interest in one cause or matter, one or more of such persons may be authorized by the Court or a Judge to sue or defend in such cause or matter, on behalf or for the benefit of all persons so interested.
[Δ.Κ. 25.4.1986(2)  Before any such order is made a power of attorney signed by the persons to be represented and certified by a Registrar or certifying officer or the Κοινοτάρχης and two azas of their village, and empowering the person or persons, who are to sue or defend on their behalf, to represent them in the cause or matter specified in the power of attorney, shall be filed with the writ of summons, except in the case of any unincorporated religious, charitable, philanthropic, educational, social or athletic institution or association not established or conducted for profit.
(3) Where any such order is made, the persons represented shall be bound by the judgment of the Court in the action, and the same may be enforced against them in all respects as if they were parties to the action.
10. No cause or matter shall be defeated by reason of the misjoinder or non-joinder of parties, and the Court may in every cause or matter deal with the matter in controversy so far as regards the rights and interests of the parties actually before it. The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, either upon or without the application of either party, and on such terms as may appear to the Court or Judge to be just, order that the names of any parties improperly joined, whether as plaintiffs or as defendants, be struck out, and that the names of any parties, whether plaintiffs or defendants, who ought to have been joined, or whose presence before the Court may be necessary in order to enable the Court effectually and completely to adjudicate upon and settle all the questions involved in the cause or matter, be added. No person shall be added as a plaintiff suing without a next friend, or as the next friend of a plaintiff under any disability, without his own consent in writing thereto. Every party whose name is so added as defendant shall be served with a writ of summons or notice in manner provided by Rule 11 of this Order or in such manner as may be prescribed by any special order, and the proceedings as against such party shall be deemed to have begun only on the service of such writ or notice.
11. Where a defendant is added or substituted, the writ of summons shall be amended accordingly and the plaintiff shall, unless otherwise ordered by the Court or a Judge, file a copy of the writ as amended, and serve the new defendant with such amended writ or notice in lien of service thereof in the same manner as original defendants are served, and the proceedings shall be continued as if the new defendant had originally been made a defendant.
12. An infant who has no guardian authorized to bring proceedings and a person of unsound mind whether or not a mental patient or criminal mental patient may sue as plaintiff by a person to be named in the writ of summons and therein described as his next friend. Where such an infant or person of unsound mind is sued he shall defend by a guardian ad litem appointed by the Court or a Judge and such guardian shall not be personally liable for any costs properly incurred by him in the course of the action.
12A. (1) Where, in any cause, matter or other proceeding it appears that any person who belongs to a class of persons who are parties to the cause or matter in question in the same interest, is interested in or affected by, or is a party to such cause, matter or other proceeding, but cannot be found, the Court or Judge may, if satisfied that it is expedient so to do, appoint one or more persons to represent such person, and the judgment or order of the Court or Judge in the presence of the person or persons so appointed shall be binding on the person so represented.
(2) An application to the Court or a Judge under paragraph (1) of this Rule shall be supported by an affidavit setting forth the efforts made to find the person proposed to be represented.
13. If in any cause, matter, or other proceeding it shall appear to the Court or a Judge that any deceased person who was interested in the cause or matter in question has no personal representative in Cyprus, the Court or Judge may, in the cases mentioned below, proceed in the absence of any person representing the estate of the deceased person, or may appoint some person to represent his estate for all the purposes of the cause, matter or other proceeding on such notice to such persons (if any) as the Court or Judge shall think fit, either specially or generally by public advertisement, and the order so made, and any order consequent thereon, shall bind the estate of the deceased person in the same manner in every respect as if a duly constituted personal representative of the deceased had been a party to the cause, matter, or proceeding.
The cases above referred to are–
(a) where there are other parties to the action in the same interest as the deceased;
(b) where the deceased was an accounting party and without beneficial interest and died insolvent;
(c) where the interest of the deceased in the proceeding was small and contingent, or where useless delay and expense would be caused by appointing a person to represent his estate;
(d) where the deceased died after appearance or the time therefor had lapsed, leaving heirs residing abroad.

ORDER 10 : THIRD-PARTY PROCEDURE

1. (1)  Where in any action a defendant claims as against any person not already a party to the action (in this Order called the “third party”  )-
(a) that he is entitled to contribution or indemnity, or
(b) that he is entitled to any relief or remedy relating to or connected with the original subject matter of the action and substantially the same as some relief or remedy claimed by the plaintiff, or
(c)  that any question or issue relating to or connected with the said subject matter is substantially the same as some question or issue arising between the plaintiff and the defendant and should properly be determined not only as between the plaintiff and the defendant but as between the plaintiff and defendant and the third party or between any or either of them, the Court or a Judge may give leave to the defendant to issue and serve a “third-party notice”  .
[Δ.Κ. 4.6.1976[Δ.Κ. 12.3.1993[Δ.Κ. 29.12.2000(1)(2)  The Court or Judge may give leave to issue and serve a “third-party notice”  on an ex parte application supported by affidavit, or, where the Court or Judge directs a summons to the plaintiff to be issued, upon the hearing of the summons. Αίτηση για έκδοση ειδοποίησης τριτοδιαδίκου υποβάλλεται οποτεδή­ποτε από την ημερομηνία καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης, αλλά το αργότερο πριν την πάροδο ενός μηνός από την ημερομηνία καταχώρισης της έκθεσης υπεράσπισης.
2. (1) The notice shall state the nature and grounds of the claim or the nature of the question or issue sought to be determined and the nature and extent of any relief or remedy claimed. It shall be in accordance with Form 9 or Form 10, and shall be sealed and served on the third party in the same manner as a writ of summons is sealed and served.
[Δ.Κ. 6.2.1998(2) Ο Εναγόμενος ή ο Εναγόμενος σε ανταπαίτηση-
(α) Εντός δέκα ημερών από την παροχή άδειας σύμφωνα με τον Κανονισμό (1) της παρούσας διαταγής προωθεί με κατάλληλο διόβημα τη σύνταξη του διατάγματος του Δικαστηρίου, και
(β) εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, εντός τριάντα ημερών από τη σύνταξη του διατάγματος θα επιδίδει την ειδοποίηση, αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος ή πρωτογενούς αίτησης και όλων των δικογράφων τα οποία επιδόθηκαν ή παραδόθηκαν στην αγωγή.
3. The third party shall, as from the time of the service upon him of the notice, be a party to the action with the same rights in respect of his defence against any claim made against him and otherwise as if he had been duly sued in the ordinary way by the defendant.
4. (1) The third party may, in the manner set out in paragraph (2) of this Rule, enter an appearance in the action within fifteen days from service or within such further time as may be directed by the Court or Judge and specified in the notice :
Provided that a third party failing to appear within such time may apply to the Court or a Judge for leave to appear, and such leave may be given upon such terms (if any) as the Court or Judge shall think fit.
(2) The third party shall enter his appearance in the same manner as a defendant is by these Rules directed to enter an appearance, with this qualification, namely that he shall, at the same time as he delivers a duplicate of his memorandum of appearance and a duplicate of his defence to the defendant, also deliver similar duplicates to the plaintiff.
5. If a third party duly served with a third-party notice does not enter an appearance, he shall be deemed to admit the validity of and shall be bound by any judgment given in the action, whether by consent or otherwise, and by any decision therein on any question specified in the notice; and when contribution or indemnity or other relief or remedy is claimed against him in the notice, he shall be deemed to admit his liability in respect of such contribution or indemnity or other relief or remedy.
6. Where a third party makes default in entering an appearance and the defendant giving the notice suffers judgment by default, such defendant shall be entitled at any time, after satisfaction of the judgment against himself, upon an ex parte application, or before such satisfaction by the leave of the Court or a Judge obtained on an application by summons, to enter judgment against the third party to the extent of any contribution or indemnity claimed in the third-party notice, or by leave of the Court or Judge so obtained to enter such judgment in respect of any other relief or remedy claimed as the Court or Judge shall direct
Provided that it shall be lawful for the Court or Judge in a proper case to set aside or vary such judgment against the third party upon such terms as may seem just.
7. (1) If the third party enters an appearance the defendant giving notice may, after serving notice of the intended application upon the plaintiff, the third party and any other defendant, apply to the Court or a Judge for directions, and the Court or Judge may-
(a) where the liability of the third party to the defendant giving the notice is established on the hearing of the application, order such judgment as the nature of the case may require to be entered against the third party in favour of the defendant giving the notice, or
(b) if satisfied that there is a question or issue proper to be tried as between the plaintiff and the defendant and the third party or between any or either of them as to the liability of the defendant to the plaintiff or as to the liability of the third party to make any contribution or indemnity claimed, in whole or in part or as to any other relief or remedy claimed in the notice by the defendant, or that a question or issue stated in the notice should be determined not only as between the plaintiff and the defendant, but as between the plaintiff, the defendant and the third party or any or either of them, order such question or issue to be tried in such manner as the Court or Judge may direct, or
(c) dismiss the application.
(2) Any directions given pursuant to this Rule may be given either before or after any judgment has been obtained by the plaintiff against the defendant in the action, and may be varied from time to time and may be rescinded.
(3) The third party proceedings may at any time be set aside by the Court or Judge.
8. The Court or Judge upon the hearing of the application for directions may, if it shall appear desirable to do so, give the third party liberty to defend the action, either alone or jointly with the original defendant, upon such terms as may be just, or to appear at the trial and take such part therein as may be just, and generally may order such proceedings to be taken, pleadings or documents to be delivered, or amendments to be made, and give such directions as to the Court or Judge shall appear proper for having the question and the rights and liabilities of the parties most conveniently determined and enforced and as to the mode and extent in or to which the third party shall be bound or made liable, by the decision or judgment in the action.
9. (1) Where the action is tried, the Court or Judge who tries the action may, at or after the trial, enter such judgment as the nature of the case may require for or against the defendant giving the notice, against or for the third party, and may grant to the defendant or to the third party any relief or remedy which might properly have been granted if the third had been made a defendant to an action duly instituted against him by the defendant
Provided that execution shall not be issued without leave of the Court or a Judge until after satisfaction by the defendant of the judgment against him.
(2) Where the action is decided otherwise than by trial, the Court or Judge may, on application by summons, make such order as the nature of the case may require, and, where the plaintiff has recovered judgment against the defendant, may order such judgment as may be just to be entered for or against the defendant giving notice, against or for the third party.
10. The Court or Judge may decide all questions of costs as between a third party and other parties to the action, and may order any one or more of them to pay the costs of any other, or others, or give such directions as to costs as the justice of the case may require.
11. (1)  Where a third party makes as against any person not already a party to the action such a claim as is defined in Rule 1 of this Order, the provisions of this Order regulating the rights and procedure as between the defendant and the third party shall apply mutatis mutandis as between the third party and such other person, and the Court or Judge may give leave to such third party to issue a third-party notice, and the preceding Rules of this Order shall apply mutatis mutandis, and the expression “third-party notice”  and “third party”  shall apply to and include every notice so issued and every person served with such notice respectively.
(2) Where a person served with a notice under this Rule by a third party in turn makes such a claim as is defined in Rule 1 of this Order against another person not already a party to the action, this Order as applied by this Rule shall have effect as regards such further person and any other further person or persons so served and so on successively.
12. (1) Where a defendant claims against another defendant-
(a) that he is entitled to contribution or indemnity, or
(b) that he is entitled to any relief or remedy relating to or connected with the original subject matter of the action and substantially the same as some relief or remedy claimed by the plaintiff, or
(c) that any question or issue relating to or connected with the said subject matter is substantially the same as some question or issue arising between the plaintiff and the defendant making the claim and should properly be determined not only as between the plaintiff and the defendant making the claim but as between the plaintiff and that defendant and another defendant or between any or either of them,
the defendant making the claim may without any leave issue and serve on such other defendant a notice making such claim or specifying such question or issue.
(2) No appearance to such notice shall be necessary and the same procedure shall be adopted for the determination of such claim, question or issue between the defendants as would be appropriate under this Order if he were a third party.
(3) Nothing herein contained shall prejudice the rights of the plaintiff against any defendant to the action.

ORDER 11 : PROCEEDINGS UNDER PART XII 0F THE CIVIL PROCEDURE LAW, CAP. 7

1. If a person entitled under Part XII of the Civil Procedure Law, Cap. 7, to assignment of any security is refused such assignment, such person (or a trustee for him) may bring an action against the creditor claiming such assignment (or damages in default thereof) and join as defendants thereto any other persons from whom he is entitled to indemnification or contribution; and the Court may, by its judgment, order such assignment and realization of the security for such person’s benefit (or damages in default of assignment), and adjudge any such other persons as aforesaid to make such indemnification or contribution as the plaintiff may be entitled to.
2. (1) If a person entitled to bring an action under Rule 1 of this Order becomes so entitled after action brought by the creditor, such person may apply in the creditor’s. action
(a) to be substituted for the plaintiff;
(b) to join as defendants any other persons from whom he is entitled to indemnification or contribution;
(c) for an order granting him such relief or remedy as he might have been granted in an action under Rule 1 of this Order.
(2) If any persons sought to be joined as defendants oppose the application on the ground that they are not liable to make indemnification or contribution, and the Court or Judge is of opinion that the question of their liability can, without prejudice to the applicant’s interests, be more conveniently tried in an independent action, the application may be refused either wholly or in part, and thereupon the applicant shall be at liberty to bring an action as mentioned in Rule 1 of this Order in regard to that part of his application which has been refused without a decision on its merits.
3. (1) A person to whom any security has been assigned pursuant to Part XII of the Civil Procedure Law, Cap. 7, (or a trustee for him) may in an action brought by him against any persons from whom he is entitled to indemnification or contribution also claim enforcement of such security for his benefit.
(2) Such person may, if an action has been brought by the creditor, apply in such action
(a) to be substituted for the plaintiff;
(b) to join as defendants any persons from whom he is entitled to indemnification or contribution;
(c) for an order granting him such relief or remedy as he might have been granted in an action.
4. In any proceedings taken by a person to whom a security has been assigned for the enforcement thereof, such person shall describe himself as the assignee of the creditor by whom the assignment was made, but such creditor shall not be liable for any costs which such person may be ordered to pay in any such proceedings.

ORDER 12 : CHANGE OF PARTIES BY DEATH, ETC

1. A cause or matter shall not become abated by reason of the death or bankruptcy of any of the parties, if the cause of action survive or continue, and shall not become defective by the assignment, creation, or devolution of any estate or title pendente lite; and, whether the cause of action survives or not, there shall be no abatement by reason of the death of either party between the termination of the hearing and judgment, but judgment may in such case be given notwithstanding the death.
2. In case of the death, or bankruptcy, or devolution of estate by operation of law, of any party to a cause or matter, the Court or a Judge may, if it be deemed necessary for the complete settlement of all the questions involved, order that the personal representative, trustee or other successor in interest (if any) of such party be made a party, or be served with notice in such manner and form as hereinafter prescribed, and on such terms as the Court or Judge shall think just, and. shall make such order for the disposal of the cause or matter as may be just.
3. In case of an assignment, creation, or devolution of any estate or title pendente lite, the cause or matter may be continued by or against the person to or upon whom such estate or title has come or devolved.
4. Where by reason of death, bankruptcy, or any other event occurring after the commencement of a cause or matter, and causing a change or transmission of interest or liability, or by reason of any person interested coming into existence after the commencement of the cause or matter, it becomes necessary or desirable that any person not already a party should be made a party, or that any person already a party should be made a party in another capacity, an order that the proceedings shall be carried on between the continuing parties, and such new party or parties, may be obtained ex parte on application to the Court or a Judge, upon an allegation of such change, or transmission of interest or liability, or of any such person interested having come into existence.
5. (1) An order obtained as mentioned in Rule 4 of this Order shall, unless the Court or Judge otherwise directs, be served upon the continuing party or parties, or their advocates, and also upon each such new party, unless the person making the application be himself the only new party, and the order shall from the time of such service, subject nevertheless to Rules 6 and 7 of this Order, be binding on the persons served therewith, and every person served therewith who is not already a party to the cause or matter shall be bound to enter an appearance thereto within the same time and in the same manner as if he had been served with a writ of summons.
(2) Every new party who is added as a defendant shall, at the same time as he is served with the order, be served with an office copy of the writ of summons. The copy of the order served shall bear an indorsement in Form 11.
6. Where any person served with an order made under Rule 4 of this Order is an infant without a guardian authorized to defend proceedings on his behalf, or is a person of unsound mind whether or not a mental patient or criminal mental patient under the Mental Patients Law, Cap. 120, the person on whose application the order was made, or any continuing party to the action, may at any time after the making of the order, apply to the Court or a Judge that a guardian ad litem be appointed, in the same way as a plaintiff may apply under Rule 1 of Order 17.
7. Any person served with an order made under Rule 4 of this Order who is not under any disability, or being under disability appears by a guardian authorized by any law to defend proceedings on his behalf, or has had a guardian ad litem appointed for him, may apply to the Court or Judge to discharge or vary such order within fifteen days from the service thereof, and any person so served who is under any disability and who is without any guardian authorized by law to defend on his behalf, or who has not had a guardian ad litem appointed for him, may similarly apply to discharge or vary the order within fifteen days from the appointment of such guardian; such order shall be binding on every person served therewith who is not under disability or who has a guardian authorized to defend proceedings on his behalf, unless it be discharged or varied, but in the case of a person under disability who has no such guardian it shall have no force or effect until the lapse of fifteen days after the appointment of the guardian ad litem.
8. When the plaintiff or defendant in a cause or matter dies and the cause of action survives, but the person entitled to proceed fails to proceed, the defendant (or the person against whom the cause or matter may be continued) may apply to compel the plaintiff (or the person entitled to proceed) to proceed within such time as may be ordered : and, in default of such proceeding, judgment may be entered for the defendant, or, as the case may be, for the person against whom the cause or matter might have been continued; and in such case, if the plaintiff has died, execution may issue as in the case provided for by Order 40, Rule 8.
9. Where any cause or matter becomes abated or in the case of any such change of interest as is by this Order provided for, the advocate for the plaintiff or person having the conduct of the cause or matter, as the case may be, shall certify the fact to the Registrar, who shall cause an entry thereof to be made in the Cause Book opposite to the name of such cause or matter.
10.  Where any cause or matter shall have been standing for one year in the Cause Book marked as “abated”  , or standing over generally, such cause or matter at the expiration of the year shall be struck out of the Cause Book.

ORDER 13 : JOINDER OF CAUSES OF ACTION

1. Subject to the following Rules of this Order, the plaintiff may unite in the same action several causes of action; but if it appear to the Court or a Judge that any such causes of action cannot be conveniently tried or disposed of together, the Court or Judge may order separate trials of any such causes of action to be had, or may make such other order as may be necessary or expedient for the separate disposal thereof.
2. Claims by a trustee in bankruptcy as such shall not, unless by leave of the Court or a Judge, be joined with any claim by him in any other capacity.
3. Claims by or against an executor or administrator as such may be joined with claims by or against him personally, provided the last-mentioned claims are alleged to arise with reference to the estate in respect of which the plaintiff or defendant sues or is sued as executor or administrator.
4. Claims by plaintiffs jointly may be joined with claims by them or any of them separately against the same defendant.
5. sections 3 and 4 of this Order shall be subject to Rules 1, 6 and 7 thereof.
6. Any defendant alleging that the plaintiff has united in the same action several causes of action which cannot be conveniently disposed of together, may at any time apply to the Court or a Judge for an order confining the action to such of the causes of action as may be conveniently disposed of together.
7. If, on the hearing of such application as in the last preceding Rule mentioned, it shall appear to the Court or a Judge that the causes of action are such as cannot all be conveniently disposed of together, the Court or Judge may order any of such causes of action to be excluded, and consequential amendments to be made, and may make such order as to costs as may be just.

ORDER 14 : CONSOLIDATION OF ACTIONS

1. When actions are brought by one and the same person against different defendants in respect of the same or substantially the same libel, the Court or a Judge may on the application of two or more of such defendants order that such actions be consolidated so that they be tried together. In a consolidated action under this Rule the damages (if any) shall be assessed in one, sum but shall be apportioned between and against such of the defendants as judgment is given against, and the Court or Judge, if he awards the plaintiff the costs of the action, shall make such order as he deems just for apportionment of such costs between and against such defendants.
2. When two or more actions are pending in the same Court, whether by the same or different plaintiffs against the same or different defendants, and the claims of such actions involve a common question of law or fact of such importance in proportion to the rest of the matters involved in such actions as to render it desirable that the actions should be consolidated, the Court or a Judge may order that they be consolidated.
3. Application for consolidation under the last preceding Rule may be made by a party to any of such actions as are therein mentioned upon notice to the other parties to such actions.
4. Any order under Rule 2 of this Order shall, save for special reasons to be therein stated, direct that the plaintiff or plaintiffs who first commenced proceedings shall have the conduct of the consolidated action.
5. Where at the trial of consolidated action it appears that the claims of the plaintiffs in the actions before consolidation or the defences of the defendants therein, as the case may be, are not conflicting, only one set of costs subsequent to the order for consolidation shall as a general Rule be allowed.

ORDER 15 : DISCONTINUANCE

1. The plaintiff may, at any time before the receipt of the defendant’s defence, or after the receipt of the defendant’s pleaded defence before taking any other proceeding in the action (save any interlocutory application), by notice in writing, wholly discontinue his action against all or any of the defendants or withdraw any part or parts off his alleged cause of complaint, and thereupon he shall pay such defendant’s costs of the action, or if the action be not wholly discontinued, the costs occasioned by the matter so withdrawn. Such costs shall be taxed, and such discontinuance or withdrawal, as the case may be, shall not be a defence to any subsequent action. Save as in this Rule otherwise provided, it shall not be competent for the plaintiff to withdraw the record or discontinue the action without leave of the Court or a Judge, but the Court or a Judge may, before or at or after the hearing or trial, upon such terms as to costs, and as to any other action, and otherwise as may be just, order the action to be discontinued, or any part of the alleged cause of complaint to be struck out. The Court or a Judge may, in like manner and with the like discretion as to terms, upon the application of a defendant, order the whole or any part of his alleged grounds of defence or counter-claim to be withdrawn or struck out, but it shall not be competent to a defendant to withdraw his defence or any part thereof, without such leave.
2. When a cause has been set down or fixed for trial, it may be withdrawn by either plaintiff or defendant, upon producing to the Registrar a consent in writing signed by the parties.
3. Any defendant may have judgment for the costs of the action if it is wholly discontinued against him, or for the costs occasioned by the matter withdrawn, if the action be not wholly discontinued.
4. If any subsequent action shall he brought before payment of the costs of a discontinued action, for the same, or substantially the same, cause of action, the Court or a Judge may, if they or he think fit, order a stay of such subsequent action, until such costs shall have been paid.

ORDER 16 : APPEARANCE

1. A defendant shall enter his appearance in the Registry out of which the writ of summons was issued.
2. A defendant shall enter his appearance to a writ of summons by delivering to the Registrar of the Registry mentioned in Rule 1 of this Order a memorandum in writing in conformity to the provisions of Rule 3 thereof, and by delivering at the plaintiff’s address for service, on the same day as he delivers the memorandum to the Registrar, a duplicate of the memorandum dated, signed and sealed by the Registrar.
3.  [Δ.Κ. 29.4.2021(1) The memorandum mentioned in Rule 2 (1) (a) of this Order, shall-
(a) contain the name of the defendant’s advocate or state that the defendant defends in person;
(b) contain an address for service within the municipal limits of the town or village in which the Registry mentioned in Rule 1 of this Order is situated. (Form 12).
(c) περιέχει τον αριθμό δελτίου ταυτότητας του εναγομένου εάν είναι Κύπριος υπήκοος, τον αριθμό εγγραφής αλλοδαπού (Alien Registration Certificate – ARC) εάν αυτός διαμένει στην Κύπρο και δεν είναι Κύπριος υπήκοος ή τον ισχύοντα αριθμό διαβατηρίου ή άλλου αποδεικτικού στοιχείου ταυτοποίησής του σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση.
(d) περιέχει την πλήρη διεύθυνση του εναγομένου.
(2) If the memorandum does not contain such address, it shall not be received; and if any such address shall be illusory or fictitious, the appearance may be set aside by the Court or a Judge, on the application of the plaintiff.
4. Upon receipt of the memorandum the Registrar shall file the same, and date, sign, and seal the duplicate thereof.
5. The duplicate of the memorandum dated, signed and sealed as aforesaid, shall be a certificate that the appearance was entered on the day noted by the Registrar.
6. If two or more defendants in the same action shall appear by the same advocate and at the same time, the names of all the defendants so appearing shall be inserted in one memorandum.
7. A defendant may appear at any time before judgment. If he appears at any time after the time limited by the writ for appearance, he shall be ordered to pay any costs properly incurred by the plaintiff by his failure to appear within the time limited by the writ.
8. In probate actions any person not named in the writ may intervene and appear in the action if it affects his interests, on filing an affidavit showing how he is interested in the estate of the deceased.
9. A defendant before appearing shall be at liberty, without obtaining an order to enter or entering a conditional appearance, to take out a summons to set aside the service upon him of the writ or of notice of the writ, or to discharge the order authorizing such service.
10. A defendant who is a prodigal having a guardian under the Guardianship of Infants and Prodigals Law, Cap. 102, shall not enter an appearance unless his memorandum bears a consent in writing from his guardian, attested, where the guardian is illiterate, by a Registrar, certifying officer, or two competent witnesses not being advocates’ clerks.
11. Where an advocate enters appearance on behalf of a defendant who lives in Cyprus and is sued upon a claim relating to more than £25, the memorandum shall not be received by the Registrar, nor shall the duplicate thereof be dated, signed and sealed by him, unless the memorandum delivered to the Registrar is accompanied by a retainer in writing in Form 12A attested, where the defendant is illiterate, by a Registrar, certifying officer, or two competent witnesses not being advocates’ clerks
Provided that, with the leave of a Judge, upon good cause shown, which shall be recorded in the minutes, the memorandum may be received by the Registrar and the duplicate thereof be dated, signed and sealed by him, without the memorandum being accompanied by a retainer in writing as aforesaid; but such retainer shall be filed later within such time as the Judge may think fit to allow.
These provisions shall also apply to an appearance entered by an advocate on behalf of a third party under Order 10, the form of retainer being varied to suit the circumstances of the case.

I am text block. Click edit button to change this text. Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.

Welcome Back!

Login to your account below

Create New Account!

Fill the forms bellow to register

*By registering into our website, you agree to the Terms & Conditions and Privacy Policy.

Retrieve your password

Please enter your username or email address to reset your password.

Add New Playlist